Saturday, March 19, 2011

ΑΝΤΙ ΑΥΤΑΠΑΤΗΣ


Ναι σάπισε το μήλο σας
και πως να τα βγάλετε πέρα με σκουλήκια
αφού εσείς σκαρώσατε το χρέος σας
να τυφλώσετε ο ένας τον άλλο
αν και κάπου κάπου βλέπετε μακριά
γιατί τα σκουλήκια έχουν φτάσει στο μυαλό σας
που ξεχύθηκε καθώς περνούσατε τα τριαντάφυλλα
για κοινά άνθη.

*

Το λουλούδι της νιότης
σπιτώθηκε σε οίκους ανοχής
σύρθηκε με κόπο μέχρι την πόρτα
και στο προαύλιο
έλειπε η αυλή.

*

Άστατος εφήμερος ανήκουστος εσπερινός
μια βραδιά του νου προσμένουμε χωρίς τέλος
για να μη βλέπουμε πια ότι ο ουρανός μαράθηκε.

*

Σας παρακαλώ ακούστε λίγο τον κότσυφα
δεν έχει λόγο που τραγουδάει.




απ' το περιοδικό "Κουκούτσι", τεύχος 3, φθινόπωρο-άνοιξη '11.

Saturday, March 12, 2011

Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005)

ΑΝΑΜΟΝΗ

Πόσα χρόνια να γυρίσει...
Κι όμως η μυρουδιά της χυμένη παντού
Ξεχασμένη σ' όλο το δωμάτιο στις πιο απίθανες γωνιές
Σάμπως να ζει ακόμη ανάμεσά μας!

Όμως πρέπει να γύρισε ύστερα από τόσα χρόνια
Αυτές τις ώρες την προσμένω κάθε βράδυ
Σχεδιάζοντας με το μολύβι κόκκινα στόματα απάνω στο χαρτί
Όπως και να 'τανε έπρεπε να τρίξει πάλι η πόρτα
Ας είναι κι απ' τον άνεμο.

Ας ειν' με δυο ημικύκλια στεγνά πάνω στα χείλη
Στο μέτωπο κατάμαυρες ραβδώσεις
Φτάνει που θα 'ρθει μοναχά ύστερα από χρόνια
Μ ό ν ο που θα 'ρθει!...
Σχεδιάζοντας κόκκινα φλογερά στόματα απάνω στο χαρτί.

...Νόμισα πως θα πνιγόμουνα!


13.12.43

Θυμάσαι που σου 'λεγα: όταν σφυρίζουν τα πλοία μην είσαι στο λιμάνι.
Μα η μέρα που έφευγε ήτανε δικιά μας και δε θα θέλαμε ποτέ να την αφήσουμε
Ένα μαντήλι πικρό θα χαιρετά την ανία του γυρισμού
Κι έβρεχε αλήθεια πολύ κι ήταν έρημοι οι δρόμοι
Με μια λεπτήν ακαθόριστη χινοπωριάτικη γεύση
Κλεισμένα παράθυρα κι οι άνθρωποι τόσο λησμονημένοι
-Γιατί μας άφησαν όλοι; Γιατί μας άφησαν όλοι;
Κι έσφιγγα τα χέρια σου
Δεν είχε τίποτα τ' αλλόκοτο η κραυγή μου.

...Θα φύγουμε κάποτε αθόρυβα και θα πλανηθούμε
Μες στις πολύβοες πολιτείες και στις έρημες θάλασσες
Με μιαν επιθυμία φλογισμένη στα χείλια μας
Είναι η αγάπη που γυρέψαμε και μας την αρνήθηκαν
Ξεχνούσες τα δάκρυα, τη χαρά και τη μνήμη μας
Χαιρετώντας λευκά πανιά π' ανεμίζονται.
Ίσως δε μένει τίποτ' άλλο παρά αυτό να θυμόμαστε.
Μες στην ψυχή μου σκιρτά το εναγώνιο Γιατί,
Ρουφώ τον αγέρα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης
Χτυπώ τους τοίχους της υγρής φυλακής μου και δεν προσμένω απάντηση
Κανείς δε θ' αγγίξει την έκταση της στοργής και της θλίψης μου.

Κι εσύ περιμένεις ένα γράμμα που δεν έρχεται
Μια μακρινή φωνή γυρνά στη μνήμη σου και σβήνει
Κι ένας καθρέφτης μετρά σκυθρωπός τη μορφή σου
Τη χαμένη μας άγνοια, τα χαμένα φτερά.


OI NIKHMENOI

Aνάβαλες την τελευταία πάντα μέρα τη φυγή σου
Είχαμε μέσα κι οι δυο μας βαθιά τον πανικό του χωρισμού.

Νοσταλγούσαμε τόσο να χαρίσουμε τις αβέβαιες πλάνες μας στ' όνειρο
Όμως ποιος δε λογάριασε τα λευκά καλοκαίρια που πληγώσαν τα χρόνια μας
Ποιος δεν επίστεψε πως δεν είχαμε ακόμα πληρώσει το χρέος μας ολάκερο
Και βρίσκουμε την κρίσιμη τούτη στιγμή αιχμάλωτους όρκους στη νιότη μας, αισθήματα πιο πλούσια από τ' άναμμα της σάρκας
Ξέρεις πως πια ξεχάσαμε τ' αμέριμνα παιδιά που σπαταλούσαν το γέλιο τους
Ξέρεις πως θα' ρθει μια μέρα που θα φορέσουμε αλογάριαστα ολόγυμνοι τον εαυτό μας
Συντροφεύοντας τις ακριβές μας αμφιβολίες, ξαγρυπνήσαμε ατέλειωτες νύχτες χωρίς δίπλα μας να 'ναι κανείς ν' ακούσει την αγωνία της φωνής μας
Αγαπήσαμε μια τρικυμία καινούρια, κι όμως γιατί ν' αναβάλλουμε πάντα την ώριμη χρονολογία;
Και μένουμε δυο νικημένοι μ' ολιγόπιστα μάταια φερσίματα.


ΠΕΝΤΕ ΜΙΚΡΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΙΙΙ

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
Κάτω απ' τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά

Κάμε να σ' ανταμώσω, κάποτε, φάσμα χαμένο του πόθου μου
Κι εγώ ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ κρατώντας
Ακόμα μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες.

(Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς
Να γνωρίζω κανένανε κι ούτε
Κανένας με γνώριζε).


απ' την πρώτη του συλλογή "Εποχές" (1945). Πηγή: "Μανόλης Αναγνωστάκης, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1941-1971". Εκδ. Νεφέλη.

Thursday, March 10, 2011

Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996)

ς'

Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε˙
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του˙
Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπηδήξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!

Ήταν γερό παιδί˙
Τις νύχτες αγκαλιά με τα νερατζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήτανε τόσος ο Έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης
Πιάνοντας ύστερα χορό μ' όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν' ακούσει και να χύσ' η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
Η αυγή που μ΄ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Να βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Τις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα...

Ήταν γενναίο παιδί˙
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Και με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσαν τόσο εύκολα μες στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
-Φωτιά στην άνομη φωτιά!-
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!




απ' το "ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ" (1945), εκδ. Ίκαρος

Monday, March 7, 2011

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ (Jacques Prévert) 1900-1977

BARBARA


Rappelle-toi Barbara
Il pleuvait sans cesse sur Brest ce jour-là
Et tu marchais souriante
Epanouie ravie ruisselante
Sous la pluie
Rappelle-toi Barbara
Il pleuvait sans cesse sur Brest
Et je t' ai croisée rue de Siam
Tu souriais
Et moi je souriais de même
Rapelle-toi Barbara
Toi que je ne connaissais pas
Toi qui ne me connaissais pas
Rappele-toi
Rappelle-toi quand même ce jour-là
N' oublie pas
Un homme sous un porche s' abritait
Et il a crié ton nom
Barbara
Et tu as couru vers lui sous la pluie
Ruisselante ravie épanouie
Et tu t' es jetée dans se bras
Rappelle-toi cela Barbara
Et ne m' en veux pas si je tutoie
Je dis tu à tous ceux que j' aime
Même si je ne les ai vus qu' une seule fois
Je dis tu à tous ceux qui s' aiment
Même si je ne les connais pas
Rappelle-toi Barbara
N' oublie pas
Cette pluie sage et heureuse
Sur ton visage heureux
Sur cette ville heureuse
Cettte pluie sur la mer
Sur l' arsenal
Sur le bateau d' Ouessant
Oh Barbara
Quelle connerie la guerre
Qu' es-tu devenue maintenant
Sous cette pluie de fer
De feu d' acier de sang
Et celui qui te serrait dans ses bras
Amoureusement
Est-il mort disparu ou bien encore vivant
Oh Barbara
Il pleut sans cesse sur Brest
Comme il pleuvait avant
Mais ce n' est plus pareil et tout est abîmé
C' est une pluie de deuil terrible et désolée
Ce n' est même plus l' orage
De fer d' acier de sang
Tout simplement des nuages
Qui crèvent comme des chiens
Des chiens qui disparaissent
Au fil de l' eau sur Brest
Et vont pourrir au loin
Au loin très loin de Brest
Dont il ne reste rien.

*

ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ


Θυμήσου Μπαρμπαρά
Έβρεχε συνέχεια στη Βρέστη κείνη τη μέρα
Και περπατούσες χαμογελώντας
Χαρούμενη ευτυχισμένη στάζοντας
Μες στη βροχή
Θυμήσου Μπαρμπαρά
Έβρεχε συνέχεια στη Βρέστη
Και σε συνάντησα στην οδό Σιάμ
Χαμογελούσες
Και χαμογελούσα κι εγώ
Θυμήσου Μπαρμπαρά
Εσύ που δε σε γνώριζα
Εσύ που δε με γνώριζες
Θυμήσου
Θυμήσου κείνη τη μέρα
Μην ξεχνάς
Ένας άντρας προφυλαγμένος κάτω από μια μαρκίζα
Φώναξε τ' όνομά σου
Μπαρμπαρά
Κι έτρεξες κοντά μου μες στη βροχή
Στάζοντας ευτυχισμένη χαρούμενη
Κι έπεσες στην αγκαλιά μου
Θυμήσου το αυτό Μπαρμπαρά
Κι αν σου μιλώ στον ενικό μην το παρεξηγείς
Έτσι μιλάω σ' όσους αγαπώ
Ακόμη κι αν τους έχω δει μονάχα μια φορά
Μιλάω έτσι σ' όσους αγαπιούνται
Ακόμη κι αν δεν τους ξέρω
Θυμήσου Μπαρμπαρά
Μην ξεχνάς
Αυτήν την ήσυχη κι ευτυχισμένη βροχή
Πάνω στο ευτυχισμένο σου πρόσωπο
Πάνω σ' αυτήν την ευτυχισμένη πόλη
Αυτήν τη βροχή πάνω στη θάλασσα
Πάνω στο ναυπηγείο
Πάνω στο πλοίο του Ουεσάν
Αχ Μπαρμπαρά
Τι κουταμάρα ο πόλεμος
Τι ν' απόγινες τάχα
Κάτω από κείνη τη βροχή του σίδερου
Της φωτιάς τ' ατσαλιού και του αίματος
Κι αυτός που σ' έσφιγγε στην αγκαλιά του
Ερωτικά
Πέθανε χάθηκε ή ακόμα ζει
Αχ Μπαρμπαρά
Βρέχει συνέχεια στη Βρέστη
Όπως έβρεχε και πρώτα
Κι όμως δεν είναι το ίδιο κι όλα έχουν καταστραφεί
Είναι μια βροχή πένθιμη φοβερή και θλιμμένη
Δεν είναι πια ούτε η καταιγίδα
Του σίδερου τ' ατσαλιού του αίματος
Μονάχα κάτι σύννεφα
Που ψοφάνε σαν σκυλιά
Σκυλιά που χάνονται
Στο ρεύμα του νερού της Βρέστης
Και πάνε να σαπίσουν μακριά
Μακριά πολύ μακριά απ' τη Βρέστη
Που δεν της απόμεινε τίποτα.



ΟΔΟΣ ΣΗΚΟΥΑΝΑ


Οδός Σηκουάνα δέκα και μισή
το βράδυ
στη γωνιά ενός άλλου δρόμου
ένας άντρας τρικλίζει... ένας άντρας νέος
μ' ένα καπέλο
ένα αδιάβροχο
μια γυναίκα τον ταράζει...
τον ταράζει
και του μιλά
κι αυτός κουνά το κεφάλι αρνητικά
το καπέλο του είναι στραβά
και το καπέλο της γυναίκας γέρνει να πέσει
είναι χλομοί κι οι δυο τους
ο άντρας σίγουρα θέλει να φύγει...
να χαθεί... να πεθάνει...
μα η γυναίκα έχει μια φλογερή διάθεση να ζήσει
και η φωνή της
η φωνή της ψιθυριστή
που ακούγεται όμως
είν' ένα παράπονο...
μια προσταγή...
μια κραυγή...
τόσο άπληστη αυτή η φωνή...
και θλιμμένη
και ζωντανή...
ένα άρρωστο νεογέννητο που τουρτουρίζει πάνω σ' ένα τάφο
σ' ένα κοιμητήρι το χειμώνα...
η κραυγή κάποιου με τα δάχτυλα μαγκωμένα στην πόρτα...
ένα τραγούδι
μια φράση
πάντα η ίδια
μια φράση
που επαναλαμβάνεται...
χωρίς σταματημό
χωρίς απάντηση...
ο άντρας την κοιτάζει στρέφει αλλού το βλέμμα του
κουνάει τα χέρια του
σαν να πνίγεται
κι η φράση επαναλαμβάνετται
στην οδό Σηκουάνα στη γωνιά ενός άλλου δρόμου
η γυναίκα συνεχίζει
ακούραστα...
συνεχίζει την ανήσυχη ερώτησή της
πληγή που δεν μπορεί να κλείσει
Πιέρ πες μου την αλήθεια
Πιέρ πες μου την αλήθεια
θέλω να μάθω τα πάντα
πες μου την αλήθεια...
το καπέλο της γυναίκας πέφτει.
Πιέρ θέλω να μάθω τα πάντα
πες μου την αλήθεια...
ερώτηση ανόητη και βαρύγδουπη
ο Πιέρ δεν ξέρει τι ν' απαντήσει
τα 'χει χαμένα
αυτός που λέγεται Πιέρ...
έχει ένα χαμόγελο που θα το 'θελε ίσως τρυφερό
και ξαναλέει
Έλα τώρα ησύχασε τρελάθηκες
μα δεν ξέρει πόσο δίκιο έχει
μα δε βλέπει
δεν μπορεί να δει πόσο
το στόμα του στραβώνει απ' το χαμόγελό του...
πνίγεται
ο κόσμος γέρνει πάνω του
και τον πνίγει
είναι φυλακισμένος
στριμωγμένος απ' τις ίδιες του τις υποσχέσεις...
του ζητούν λογαριασμό...
αντίκρυ του...
μια μηχανή λογιστική
μια μηχανή που γράφει ερωτικά γράμματα
μια μηχανή οδύνης
τον αρπάζει...
γαντζώνεται πάνω του...
Πιέρ πες μου την αλήθεια.



απ' το βιβλίο "ΠΡΕΒΕΡ-Επιλογή από το έργο του", μτφ: Δημήτρης Καλοκύρης, εκδ.:Η μικρή Εγνατία
το ποίημα στα γαλλικά απ΄ το "Jacques Prévert-Paroles, éditions Gallimard, 1949"

Saturday, March 5, 2011

Paul Valéry, Charmes (1922):

Non, non!.. Debout! Dans l'ère succesive!
Brisez mon corps, cette forme pensive!
Buvez, mon sein, la naissance du vent!
Une fraîcheur, de la mer exhalée!
Me rend mon âme... O puissance salée!
Courons à l' onde en rejaillir vivant!

(...)

Le vent se lève!.. il faut tenter de vivre!

*

Όχι, όχι!.. Ορθοί! Στον χρόνο που κυλάει!
Σώμα μου, σπάσε τη στοχαστική αυτή μορφή!
Στήθος μου πιες τη γέννηση τ' ανέμου!
Μία πνοή δροσιάς, που αναδίδει η θάλασσα,
Μου δίνει πίσω την ψυχή... Ω δύναμη της άλμης!
Ας τρέξουμε στο κύμα για ν' αναβλύσω ζωντανός!

(...)

Φυσάει!... εμπρός λοιπόν, πρέπει να ζήσουμε!




απ' το "ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ" (Le Cimetière marin), μτφρ: ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΝΤΑΒΟΣ, εκδ: ΑΡΜΟΣ

Wednesday, March 2, 2011

Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)

γιατί γνωρίσαμε τόσο πολύ τούτη τη μοίρα μας
στριφογυρίζοντας μέσα σε σπασμένες πέτρες, τρεις ή έξι χιλιάδες χρόνια
ψάχνοντας σε οικοδομές γκρεμισμένες που θα ήταν ίσως το δικό μας σπίτι
προσπαθώντας να θυμηθούμε χρονολογίες και ηρωικές πράξεις˙
θα μπορέσουμε;

γιατί δεθήκαμε και σκορπιστήκαμε
και παλέψαμε με δυσκολίες ανύπαρχτες όπως λέγαν,
χαμένοι, ξαναβρίσκοντας ένα δρόμο γεμάτο τυφλά συντάγματα,
βουλιάζοντας μέσα σε βάλτους και μέσα στη λίμνη του Μαραθώνα,
θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά;




απ' τη συλλογή "Μυθιστόρημα"






-"Άκουσε ακόμη τούτο. Στο φεγγάρι
τ' αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι
ανάμεσα σε ζωντανούς καρπούς - τ' αγάλματα˙
κι' η φλόγα γίνεται δροσερή πικροδάφνη,
η φλόγα που καίει τον άνθρωπο, θέλω να πω".

-"Είναι το φως... ίσκιοι της νύχτας..."

-"Ίσως η νύχτα που άνοιξε, γαλάζιο ρόδι,
σκοτεινός κόρφος, και σε γέμισε άστρα
κόβοντας τον καιρό.


Κι' όμως τ' αγάλματα
λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τον πόθο
στα δυο, σαν το ροδάκινο˙ κι' η φλόγα
γίνεται φίλημα στα μέλη κι' αναφυλλητό
κι' έπειτα φύλλο δροσερό που παίρνει ο άνεμος˙
λυγίζουν˙ γίνουνται αλαφριά μ' ένα ανθρώπινο βάρος.
Δεν το ξεχνάς".
-"Τ' αγάλματα είναι στο μουσείο",
-"Όχι, σε κυνηγούν, πως δεν το βλέπεις;
θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους,
με την αλλοτινή μορφή τους που δε γνώρισες
κι' όμως την ξέρεις.
Όπως όταν
στα τελευταία της νιότης σου αγαπήσεις
γυναίκα που έμεινε όμορφη, κι' όλο φοβάσαι.
καθώς την κράτησες γυμνή το μεσημέρι,
τη μνήμη που ξυπνά στην αγκαλιά σου˙
φοβάσαι το φιλί μη σε προδώσει
σ' άλλα κρεβάτια περασμένα τώρα
που ωστόσο θα μπορούσαν να στοιχειώσουν
τόσο εύκολα τόσο εύκολα και ν' αναστήσουν
είδωλα στον καθρέφτη, σώματα που είταν μια φορά˙
την ηδονή τους.
Όπως όταν
γυρίζεις απ' τα ξένα και τύχει ν' ανοίξεις
παλιά κασέλα κλειδωμένη από καιρό
και βρεις κουρέλια από τα ρούχα που φορούσες
σε όμορφες ώρες, σε γιορτές με φώτα
πολύχρωμα, καθρεφτισμένα, που όλο χαμηλώνουν
και μένει μόνο το άρωμα της απουσίας
μια νέας μορφής.
Αλήθεια, τα συντρίμια
δεν είναι εκείνα˙ εσύ 'σαι το ρημάδι˙
σε κυνηγούν με μια παράξενη παρθενιά
στο σπίτι στο γραφείο στις δεξιώσεις
των μεγιστάνων, στον ανομολόγητο φόβο του ύπνου˙
μιλούν για περιστατικά που θα ήθελες να μην υπάρχουν
ή να γινόντουσαν χρόνια μετά το θάνατό σου,
κι' αυτό είναι δύσκολο γιατί..."
-"Τ' αγάλματα είναι στο μουσείο.
Καληνύχτα".
-"...γιατί τ' αγάλματα δεν είναι πια συντρίμια,
είμαστε εμείς. Τ' αγάλματα λυγίζουν αλαφριά... Καληνύχτα."





απ' τη συλλογή "Κίλχη"