Βγήκε απ' το αμάξι και στεκόταν στον άδειο δρόμο.
Η αντανάκλαση του φωτός στο χιόνι αποκρυστάλλωσε αυτόματα κρυφές μνήμες του.
Ασύμφορες, ανερμάτιστες, χάραξαν το νου με την έμφυτη ικανότητά τους να διχάζουν το χρόνο.
Άδολα, αυθόρμητα χαμόγελα εφόρμησαν κι εκπυρσοκρότησαν πάνω στο γυμνασμένο του εγώ,
αν και το περίστροφο παρέμενε αθόρυβα κρυμμένο στο ντουλαπάκι.
Εξαγνισμένες εικόνες ενός παρελθόντος δικού του
μα τόσο ξένου,
μεσημέρια που έτρεχε στην αγκαλιά του πατέρα με όλο τον παιδικό του ενθουσιασμό.
Ενθουσιασμό που πέρασε από πολλά στάδια εξέλιξης για να μεταμορφωθεί σε σοβαρότητα.
Ο πατέρας τώρα ψυχορραγούσε στο νοσοκομείο κι εκείνος -έρμαιος στο παγωμένο άγνωστο-αδυνατούσε να συνεχίσει βορειότερα.
Ο λύκος στο περιθώριο του δρόμου είχε χτυπηθεί από κάτι πιο απότομο κι απ' τον καρκίνο του πατέρα.
Απ' την βιασύνη του ανθρώπου να ζήσει.
Το όνειρο, τον ελεύθερο χρόνο, τις αγκαλιές των δικών του, το αύριο.
Το αύριο που σίγουρα θα έρθει, μόνο που δεν αποτελούμε προϋπόθεσή του.
Κι αφορισμένος από αυτό,
ο λύκος εξαντλούσε τις τελευταίες του αναπνοές κοιτώντας τον με βλέμμα ραγισμένο.
Αγνώμων για το θάνατο που με κατεύθυνση προς βορρά άφησε τα κόκκινα ίχνη του στο άλλοτε στιλπνό του σώμα.
Κι εξακολουθούσε να στέκεται καρφωμένος απέναντί του, ανήμπορος να δώσει την παραμικρή
βοήθεια, ασάλευτος μπροστά στο θέαμα του ύστατου πόνου, της πληγωμένης ζωτικότητας.
Αγχωμένος μήπως δεν προλάβει τον πατέρα του ζωντανό
κι ανυπόμονος να του δώσει όσες αγκαλιές συνωστίζονταν όλα τα χρόνια που μεγάλωνε.
Ο λύκος θα παρέμενε αβοήθητος,
καταδικασμένος στην ακινησία.
Ούτε θα ξαναέμπαινε στο σκισμένο απ' το δρόμο δάσος.
Η καρδιά του ακουγόταν δυνατά, απέλπιδα.
Αυτόκλητος εκτελεστής του θανάτου που δεν πρόλαβε ν' αφήσει το στίγμα του σ' αυτό το τυχαίο σημείο της διαδρομής του ανθρώπου για το αύριο,
μπήκε στο αμάξι, πήρε το περίστροφο και πυροβόλησε το άμοιρο ζώο.
Σίγουρος ότι ξεψύχησε,
συνέχισε το δρόμο του προς βορρά.
Χωρίς να ξέρει αν το χιόνι ή τα δάκρυα μούσκεψαν το πρόσωπό του.
Η αντανάκλαση του φωτός στο χιόνι αποκρυστάλλωσε αυτόματα κρυφές μνήμες του.
Ασύμφορες, ανερμάτιστες, χάραξαν το νου με την έμφυτη ικανότητά τους να διχάζουν το χρόνο.
Άδολα, αυθόρμητα χαμόγελα εφόρμησαν κι εκπυρσοκρότησαν πάνω στο γυμνασμένο του εγώ,
αν και το περίστροφο παρέμενε αθόρυβα κρυμμένο στο ντουλαπάκι.
Εξαγνισμένες εικόνες ενός παρελθόντος δικού του
μα τόσο ξένου,
μεσημέρια που έτρεχε στην αγκαλιά του πατέρα με όλο τον παιδικό του ενθουσιασμό.
Ενθουσιασμό που πέρασε από πολλά στάδια εξέλιξης για να μεταμορφωθεί σε σοβαρότητα.
Ο πατέρας τώρα ψυχορραγούσε στο νοσοκομείο κι εκείνος -έρμαιος στο παγωμένο άγνωστο-αδυνατούσε να συνεχίσει βορειότερα.
Ο λύκος στο περιθώριο του δρόμου είχε χτυπηθεί από κάτι πιο απότομο κι απ' τον καρκίνο του πατέρα.
Απ' την βιασύνη του ανθρώπου να ζήσει.
Το όνειρο, τον ελεύθερο χρόνο, τις αγκαλιές των δικών του, το αύριο.
Το αύριο που σίγουρα θα έρθει, μόνο που δεν αποτελούμε προϋπόθεσή του.
Κι αφορισμένος από αυτό,
ο λύκος εξαντλούσε τις τελευταίες του αναπνοές κοιτώντας τον με βλέμμα ραγισμένο.
Αγνώμων για το θάνατο που με κατεύθυνση προς βορρά άφησε τα κόκκινα ίχνη του στο άλλοτε στιλπνό του σώμα.
Κι εξακολουθούσε να στέκεται καρφωμένος απέναντί του, ανήμπορος να δώσει την παραμικρή
βοήθεια, ασάλευτος μπροστά στο θέαμα του ύστατου πόνου, της πληγωμένης ζωτικότητας.
Αγχωμένος μήπως δεν προλάβει τον πατέρα του ζωντανό
κι ανυπόμονος να του δώσει όσες αγκαλιές συνωστίζονταν όλα τα χρόνια που μεγάλωνε.
Ο λύκος θα παρέμενε αβοήθητος,
καταδικασμένος στην ακινησία.
Ούτε θα ξαναέμπαινε στο σκισμένο απ' το δρόμο δάσος.
Η καρδιά του ακουγόταν δυνατά, απέλπιδα.
Αυτόκλητος εκτελεστής του θανάτου που δεν πρόλαβε ν' αφήσει το στίγμα του σ' αυτό το τυχαίο σημείο της διαδρομής του ανθρώπου για το αύριο,
μπήκε στο αμάξι, πήρε το περίστροφο και πυροβόλησε το άμοιρο ζώο.
Σίγουρος ότι ξεψύχησε,
συνέχισε το δρόμο του προς βορρά.
Χωρίς να ξέρει αν το χιόνι ή τα δάκρυα μούσκεψαν το πρόσωπό του.
4 comments:
Πόση θέληση και θάρρος χρειάζεται για να πατήσεις τη σκανδάλη! Ή ίσως πόση γνώση...
Ο ήχος της εκπυρσοκρότησης καρφωμένος στην ανημπόρια της αγριότητας, πυροδοτεί μόνο την ενηλικίωση της καρδιάς.
Τίποτα δεν προσφέρεται τζάμπα. Ούτε η ζωή, ούτε ο θάνατος.
Αυτά
Γεια
ακομα και στα πεζα σου εχεις τοσο ρυθμο.
σκληρο κειμενο. ομως δεν ξερω αν υπηρχαν αλλες επιλογες. σε μερικα πραγματα αποφασιζεις μια κι εξω γιατι δε μπορεις να πραξεις αλλιως.
ειτε αυτο σημαινει θανατωνω ειτε αφηνω να ζησω.
δεν ξερω τι νοημα εχει ενας θανατος γεματος πονο. ισως να αναιρει μια ζωη με ομορφες στιγμες.
δεν ξερω.
ισως παλι να μην εχουμε το δικαιωμα.αλλα κι αυτο υποκριτικο μου ακουγεται.
καλησπερες αδερφι
Riddler,
ή πόση απουσία όσων ανέφερες.. Μπορεί και όλα να προσφέρονται τυχαία.. Γειά.
alicia,
ευχαριστώ, ο τίτλος και η κεντρική ιδέα δεν ανήκουν σε μένα. Η αλήθεια είναι ότι αναγκάστηκα να το γράψω, αλλά από εξωτερικά αίτια, τώρα το τι βγήκε είναι βέβαια κυρίως εσωτερικό. Αυτά τα διευκρινιστικά.
Ένας θάνατος γεμάτος πόνο δεν έχει νόημα, όπως και μια ζωή χωρίς πόνο. Πάντως οι όμορφες στιγμές πάντα θ' αντιστέκονται και δε θα θέλουν ν' αναιρεθούν.. Ασυμφιλίωτες με το θάνατο. Καλησπέρες...
Αυτό μου θυμίζει τους δύο πρώτους στίχους από το ρεφρέν του "The Sharpest Lives" των My Chemical Romance: "Give me a shot to remember/ and you can take all the pain away from me..."
Αλλά, δυστυχώς, δεν είναι το ίδιο ένα ζώο με έναν έμψυχο άνθρωπο, οπότε απλώς συνεχίζεις να ελπίζεις και να προσεύχεσαι για ένα θαύμα...
Post a Comment