Sunday, May 22, 2011

Pierre Reverdy (1889-1960)

ΔΙΠΛΟΚΛΕΙΔΩΜΕΝΟΣ

Είμαι τόσο μακριά απ' τις φωνές
Από το θόρυβο της γιορτής
Ο μύλος του αφρού γυρνάει ανάστροφα
Ο λυγμός των πηγών σταματά
Η ώρα γλίστρησε με κόπο
Πάνω στις μεγάλες σεληνιακές ακρογιαλιές
Και μέσα στο χλιό δίχως ρωγμή διάστημα
Κοιμούμαι με το κεφάλι στον αγκώνα
Πάνω στην αδιατάρακτη έρημο του κύκλου της λάμπας
Καιρός τρομακτικός απάνθρωπος καιρός
Κυνηγημένος στα λασπερά πεζοδρόμια
Μακριά απ' τον διάφανο ιππόδρομο που ό,τι γυάλινο το αποβάλλει
Μακριά απ' το μεταγγισμένο άσμα που γεννιέται απ' την οκνηρία
Μέσα σε μια σκληρή συμπλοκή γέλιων ανάμεσα στα δόντια
Μία μαραμένη οδύνη που τρέμει στις ρίζες σου
Προτιμώ το θάνατο τη λησμονιά την αξιοπρέπεια
Είμαι τόσο μακριά σα συλλογίζομαι ό,τι αγαπώ.


από "Το τραγούδι των νεκρών" (1944-1948), μτφρ: Τάκης Βαρβιτσιώτης, περιοδικό Νέα Εστία, τεύχος 1524, πρωτοχρονιά 1991.



ΑΚΟΜΑ Ο ΕΡΩΤΑΣ

Δεν θέλω πια να φύγω προς τα μεγάλα αυτά βραδινά δάση
Να σφίξω τα παγωμένα χέρια των πιο κοντινών ίσκιων
Δεν μπορώ πια να εγκαταλείψω αυτούς τους τρόπους της απελπισίας
ούτε να κερδίσω αυτούς τους μεγάλους κύκλους στο πέλαγο που περιμένουν
Κι ωστόσο, προς αυτά τα όμορφα πρόσωπα πορεύομαι
Προς αυτές τις κινούμενες γραμμές που πάντα με φυλακίζουν
Αυτές τις γραμμές που τα μάτια μου χαράζουν μέσα στο αβέβαιο
Αυτά τα αόριστα τοπία, αυτές τις μυστηριώδεις μέρες
Κάτω απ' το σκέπασμα του μισομεθυσμένου καιρού όταν ο έρωτας διαβαίνει
Ένας έρωτας χωρίς αντικείμενο που καίει νυχτοήμερα
Κι αναλώνει, λάμπα αναμμένη, αυτό το τόσο απαυδισμένο στήθος
Για να συγκρατήσει τους στεναγμούς που σβήνουν στο γύρισμά του
Τα γαλάζια πέρατα, τις ζεστές χώρες, τις λευκές εκτάσεις από άμμο
Το γιαλό όπου κυλάει το χρυσάφι κι απλώνεται η νωθρότητα
Το χλιαρό μόλο όπου ο θαλασσινός αλαφροκοιμάται
Το άπιστο νερό ζυγώνοντας να γλείψει το σκληρό βράχο
Κάτω απ' το λαίμαργο ήλιο να βόσκει τη χλόη
Τη νωθρή μισοκοιμισμένη σκέψη
Τις ανάλαφρες αναμνήσεις να σγουραίνουν στο μέτωπο
Την αξύπνητη ανάπαψη σ' ένα βαθύ κρεβάτι
Τον κατήφορο της προσπάθειας που αναβάλλεται για το αύριο
Το χαμόγελο τ' ουρανού που γλιστρά μέσα στην απαλάμη
Μα πάνω απ' όλα τη νοσταλγία αυτής της μοναξιάς
Ω, ερμητική βουρκωμένη αβυθομέτρητη καρδιά
Θα συνηθίσεις ποτέ τον πόνο;


μτφρ: Μελισσάνθη. Πηγή: ανθολογία γαλλικής ποίησης Χριστόφορου Λιοντάκη, εκδ. Καστανιώτη.



ΟΙ ΣΠΟΡΟΙ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

Ο θόρυβος του αίματος πλαγιάζει απαλά κάτω απ' τα γκρίζα φύλλα των προθέσεων που πλαισιώνουν τις ράγιες και το δρόμο το γεμάτο πρόσωπο της αργοπορίας δίχως να λογαριάζει τις ελάχιστες αγκωνές. Ένα εβένινο ρυάκι βουίζει κάτω απ' τους βράχους -και το κρησφύγετο των κεραυνοβόλων ψαριών μες στην ομίχλη, η αγωνία απ' τις λάμπες κι απ' τα σημεία. Η γαλήνη απ' τις ματωμένες ρυτίδες και μενεξελιές απ' το πρωινό κρύο, τα εγκαύματα του ανέμου που ξεσχίστηκε στ' αγκάθια των κατακλυσμών, όταν τα κοπάδια από καρδιές εξογκωμένες ξαναγυρνούν πολύ αργά. Όταν οι περασμένες ώρες μαζί θλίβονται. Όταν εγκαταλείπονται οι σιωπές που ζήσαμε σε μυστική συνδιάλεξη. Τα χαρτοπαίγνια, οι φιλονικίες της φιλαυτίας στο ντόμινο, κουράστηκα να ζω μέσα στη νύχτα των καλύτερων ημερών. Ζητώ τις εφημερίδες μες στο υφάδι των γραμμών, τις προτομές απ' τις φωτογραφίες κι απ' τα τοπία, τον κόσμο που βογκά συντριμμένος κάτω απ' το βάρος των στεναγμών, των προσπαθειών και των δυστυχιών που χτίστηκαν με το μυστρί. Τότε η αιθάλη απ' τις πεταλούδες, που έπαψαν να ξεγελούν το φως, σκαλώνει στα δάχτυλα απ' τα φύλλα των μελλοθάνατων. Τα κρύσταλλα παραμερίζουν πάνω στη νύχτα. Οι πνεύμονες της ελευθερίας πίνουν μελάνι.


μτφρ: Τάκης Βαρβιτσιώτης, πηγή: ανθολογία γαλ. ποίησης (όπως πριν).

No comments: