συνήθειες που μόλις κι έμαθες πλέον να μην εξασκείς,
να μη δίνεις πια το νόημα ενός ανθρώπινου μέλλοντος
σε ρόδα κι άλλα πράγματα, που σκόπιμα υπόσχονται κάτι.
Ό,τι ήσουν ανάμεσα σε χέρια αγωνίας ατελείωτης
να μην είσαι πια κι ακόμη και το ίδιο σου το όνομα
να παρατάς σαν να ήταν ένα σπασμένο παιγνίδι.
Παράξενο, να μη νιώθεις πια επιθυμίες. Παράξενο όλα
όσα συνδέονταν με σένα, να τα θωρείς ξελυμένα μες στον Χώρο
ν' ανεμίζουν. Και το να είσαι νεκρός είναι επίπονο κι όλο ζητά
να συμπληρωθεί, έτσι που να νιώθεις σιγά σιγά και μια στάλα
Αιωνιότητας. Μα όλοι οι ζωντανοί κάνουν το λάθος
με τόσο πείσμα παντού όρια να θέτουν.
Ενώ οι Άγγελοι, έχουν να πουν, συχνά μήτε που θα γνώριζαν
εάν ανάμεσα σε ζωντανούς ή σε νεκρούς βαδίζουν. Το αιώνιο ρεύμα
παρασύρει μαζί του όλες τις ηλικίες και στους δύο κόσμους
και μέσα στους δυο η βουή του τις σκεπάζει.
Τέλος, δεν μας έχουν πια ανάγκη, όσοι πρόωρα έχουν φύγει.
Απαλά κανείς τα γήινα ξεσυνηθίζει, όπως ήρεμα μεγαλώνει
απ' της μάνας του το στήθος και τ' αφήνει. Όμως εμείς, που τόσο
μεγάλα μυστικά έχουμε ανάγκη, απ' όπου τόσο συχνά με πένθος
πρόοδος ευλογημένη αναβλύζει, θα μπορούσαμε
να υπάρχουμε δίχως τους νεκρούς;
Είναι τάχα μάταιος ο θρύλος, πως κάποτε με τον Θρήνο για τον Λίνο,
τόλμησε η πρώτη Μουσική την ξεραμένη ακαμψία να διαπεράσει;
Πως μέσα στον τρομαγμένο Χώρο, που ξάφνου τον εγκατέλειπε για πάντα
εκείνος ο σχεδόν θεϊκός έφηβος, το Κενό για πρώτη του φορά πήρε τη δόνηση εκείνη,
που εμάς τώρα συνεπαίρνει και παρηγορεί και βοηθά;
απ' τις "ελεγείες του Ντουίνο", μτφ: Δ. Γκότση, εκδ: Αρμός.
No comments:
Post a Comment