Tuesday, December 16, 2008

Η νύχτα που κράτησε μέρες

Μέσα στην ανεφάρμοστη ειρήνη
μπλέχτηκαν γυναικόπαιδα
και φθαρμένες απ' τη σκουριά έσπασαν οι αλυσίδες
ανήμπορες να φυλακίσουν την αγανάκτηση.

Ώσπου να ξεχυθεί η οργή
και να παρασυρθούν τα δεκανίκια.

Κι όποιος δεν έκλαψε κάτω απ' το μπαρουτοκαπνισμένο ουρανό
δεν είχε βγάλει στιγμή τη μάσκα του ή
-προκαλώντας την οδυνηρότερη διάζευξη ανάμεσα σε ανθρώπο και άνθρωπο-
είχε για δεκανίκι το όπλο του.

Monday, December 8, 2008

Αλμπέρ Καμύ: Σεπτέμβριος - Νοέμβριος 1939. Γιατί υπάρχουν ακόμα Χιτλερικοί.

Είναι μάταιο να αποζητά κανείς να μένει στην άκρη, ακόμα και λόγω της ηλιθιότητας ή της σκληρότητας των άλλων. Δε γίνεται να πει "Τον αγνοώ". Συνεργάζεται ή εναντιώνεται. Τίποτα δε δικαιολογείται λιγότερο από τον πόλεμο και την έκκληση στα εθνικά μίση. Όταν όμως ξεσπάσει ο πόλεμος, είναι μάταιο και άνανδρο να θέλεις να μείνεις παράμερα, με το πρόσχημα ότι δεν ευθύνεσαι. Οι φιλντισένιοι πύργοι έπεσαν. Η φιλοφροσύνη απαγορεύτεαι και προς τον εαυτό μας και προς τους άλλους.
Το να κρίνει κανείς ένα γεγονός απ' έξω είναι αδύνατο και ανήθικο. Μέσα στην παράλογη αυτή δυστυχία διατηρεί το δικαίωμα να το περιφρονεί.
Η αντίδραση ενός ατόμου αυτή καθεαυτή δεν έχει καμμιά σημασία. Μπορεί να εξυπηρετεί σε κάτι αλλά δε δικαιολογεί τίποτα. Το να θέλεις, μές' από τον ντιλεταντισμο, να υπερίπτασαι και να διαχωρίζεις τη θέση σου από το περιβάλλον σου, ισοδυναμεί με πειραματισμό της πιο γελοίας των ελευθεριών. Να γιατί θα έπρεπε να στρατευθώ. Και αν δε με θέλουν, πρέπει να αποδεχθώ κατά τον ίδιο τρόπο το ρόλο του περιφρονημένου πολίτη. Και στις δυο περιπτώσεις, η κρίση μου μπορεί να μείνει ακέραιη και η αποστροφή μου ανεπιφύλακτη. Και στις δυο περιπτώσεις, βρίσκομαι εν μέσω του πολέμου και έχω δικαίωμα να τον κρίνω και να δράσω.


*


Γράμμα σ'έναν απελπισμένο:
Μου γράφετε ότι αυτός ο πόλεμος σας συνθλίβει, ότι θα δεχόσασταν να πεθάνετε αλλά δεν μπορείτε να υποφέρετε αυτή την παγκόσμια βλακεία, αυτή την αιμοχαρή ανανδρία και την εκληματική αφέλεια που εξακολουθεί να πιστεύει ότι το αίμα μπορεί να λύσει κάποια ανθρώπινα προβλήματα.
Σας διαβάζω και σας καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω προπάντων αυτή την επιλογή και την αντίθεση ανάμεσα στην προθυμία σας να πεθάνετe και στην αποστροφή σας όταν βλέπετε τους άλλους να πεθαίνουν. Αυτό δείχνει την ποιότητα του ανθρώπου. Τον τοποθετεί στην τάξη εκείνων προς τους οποίους μπορεί κανείς να απευθύνει το λόγο. Αλήθεια, πως να μην απελπίζεται κανείς; Πολύ συχνά η τύχη αγαπημένων μας προσώπων απειλείται. Αρρώστια, θάνατος, τρέλα, ωστόσο μένουμε εμείς και αυτά στα οποία πιστέψαμε (...).
Σας καταλαβαίνω, δεν μπορώ όμως να σας παρακολουθήσω όταν ισχυρίζεστε ότι θα μεταβάλετε αυτή την απελπισία σε κανόνα ζωής και, επειδή θεωρείται τα πάντα ανώφελα, θα αποσυρθείτε πίσω από την αηδία σας. Γιατί η απελπισία είναι συναίσθημα και όχι κατάσταση. Δεν μπορείτε να σκέκεστε σ' αυτήν. Το συναίσθημα πρέπει να δίνει τη θέση του σε μια σαφή άποψη των πραγμάτων.
Λέτε: "Άλλωστε τι να κάνω; Τι μπορώ να κάνω;" Κατ' αρχήν, το ερώτημα δεν τίθεται έτσι. Εξακολουθείτε βέβαια να πιστεύετε στο άτομο, αφού αντιλαμβάνεστε τα θετικά στοιχεία που υπάρχουν σ' εκείνους που σας περιβάλλουν και σας τον ίδιο. Αυτά τα άτομα όμως είναι ανήμπορα, και απελπίζεστε για την κοινωνία. Προσέξτε όμως μήπως αυτή την κοινωνία την απαρνηθήκατε ήδη πολύ πριν από την καταστροφή, μήπως εσείς κι εγώ ξέραμε πως το τέλος της ήταν ο πόλεμος και το καταγγείλαμε, ανάμεσα σ' εμάς κι εκείνη. Αυτή η κοινωνία σήμερα είναι ίδια. Έχει φθάσει στο φυσιολογικό της τέλος (...).
Θα μου πείτε ότι το να ξέρουμε πως η κατάσταση ήταν εξίσου απελπιστική(...) δε μας βοηθά σε τίποτα. Αυτό είναι μονάχα φαινομενικό. Γιατί τότε δεν ήσασταν ολότελα απελπισμένος, ενώ τώρα όλα σας φαίνονται μάταια. Αν τα πράγματα δεν άλλαξαν, φταίει η εσφαλμένη κρίση σας. Και είναι εσφαλμένη κάθε φορά που, αντί να εξετάσετε μια αλήθεια υπό το πρίσμα της λογικής, την εξετάζετε ενσαρκωμένη στη ζωντανή πραγματικότητα(...).
Ωστόσο υπάρχει ακόμα χρόνος για να διαψεύσουμε αυτόν το λόγο του Χίτλερ. Αυτές τις αδικίες που συμπαρέσυραν και άλλες αδικίες, μπορούμε ακόμα να τις αρνηθούμε και να ζητήσουμε να αναιρεθούν οι επιπτώσεις τους. Υποθέτετε ότι ο ρόλος σας ως ατόμου είναι ουσιαστικά ανύπαρκτος. Θα αντιστρέψω ωστόσο τον προηγούμενο συλλογισμό μου και θα σας πω ότι δεν είναι ούτε μεγαλύτερος ούτε μικρότερος από ό,τι ήταν το 1928. Ξέρω άλλωστε ότι δεν έχετε πλήρως εδραιωμένες απόψεις σχετικά με την έννοια του ανώφελου. Γιατί πιστεύω πως δε θα συμφωνήσετε με τους ηθικούς ενδοιασμούς σας. Κι αν δε συμφωνήσετε αυτό δε σημαίνει έλλειψη θάρρους ή θαυμασμού, αλλά πως κρίνετε ότι δεν έχει καμιά χρησιμότητα. Συλλάβατε επομένως ήδη την ιδέα μιας κάποιας χρησιμότητας, που θα σας επιτρέψει να παρακολουθήσετε τα λόγια μου.
Μην αμφιβάλετε πως μπορείτε να κάνετε κάτι. Κάθε άνθρωπος διαθέτει μια ζώνη επιρροής, μεγαλύτερη ή μικρότερη. Την οφείλει τόσο στα ελαττώματα όσο και στα προτερήματά του. Άσχετα απ' αυτό, υπάρχει και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευθύς αμέσως. Μην εξωθείτε κανένα στην επανάσταση. Να είστε φειδωλός στο αίμα και την ελευθερία των άλλων. Μπορείτε όμως να πείσετε δέκα, είκοσι, τριάντα ανθρώπους ότι αυτός ο πόλεμος δεν ήταν και δεν είναι μοιραίος, ότι μπορούν να δοκιμαστούν μέσα ανάσχεσής του που δε δοκιμάστηκαν ακόμη, ότι αυτό πρέπει να λέγεται, να γράφεται -όταν είναι δυνατόν-, να διαλαλείται -όταν χρειάζεται. Αυτοί οι δέκα ή τριάντα άνθρωποι θα το πουν με τη σειρά τους σε άλλους δέκα, κ.ο.κ. Αν η ολιγωρία τους σταματήσει τόσο το χειρότερο, ξαναρχίστε από την αρχή με άλλους. Κι όταν θα κάνετε αυτό που πρέπει στη ζώνη επιρροής σας, στο χώρο σας, τότε σταματήστε και απελπιστείτε όσο θέλετε. Πρέπει να καταλάβετε ότι μπορείτε να απελπίζεστε για το νόημα της ζωής γενικά όχι όμως και για τις ειδικές μορφές της. Για την ύπαρξη ναι, μιας και δεν έχετε πάνω της καμμιά ισχύ, όχι όμως και για την ιστορία, όπου το άτομο είναι πανίσχυρο. Άτομα μας κάνουν να πεθαίνουμε σήμερα. Γιατί άλλα άτομα να μην κατορθώσουν να φέρουν την ειρήνη στον κόσμο; Μόνο που δεν πρέπει κανείς να αρχίζει με τόσο μεγάλους στόχους. Πρέπει λοιπόν να καταλάβετε ότι ο πόλεμος γίνεται με τον ενθουσιασμό εκείνων που τον θέλουν αλλά και με την απελπισία εκείνων που τον αρνιούνται ολόψυχα.


πηγή:Albert Camus, Σημειωματάρια. Εκδ. Εξάντας. σελ. 112-113 και 116-119

Friday, December 5, 2008

Ο ξεχρεωμένος θάνατος

Χρέος του ανθρώπου να θυμάται
Μην του ξεφύγει καμιά στιγμή και κλαίει άδεια δάκρυα
-γιατί κλαίει κι ας μην το θέλει -ακόμα κι αν καταφέρνει να μην το δείχνει-
Κι όταν μαζί του εφορμήσουν τα δρώμενα της κάθε μέρας
Και ξεδιψάσει την αγάπη που ιδρώνει το κορμί του
Και αμαρτήσει για να σώσει την πάντα συγχωρητέα ψυχή του
ασυγκράτητος μπροστά στον ήλιο που ομορφαίνει και το πιο άσημο κομμάτι της γης του
Τότε μέσα στο αφορισμένο δήθεν και το απενοχοποιημένο γιατί
Ανάμεσα στον ενεστώτα και τον αόριστο
θα φωνάξει με μια κραυγή σιωπής μπροστά στο θάνατο:
"Έζησα όσο μου έπρεπε κι ας μην έπρεπε"
-βυθιζόμενος ασυμφιλίωτος στη γαλήνη.