Saturday, December 26, 2009

Αποθυμιά

Συνηθίσαμε να ζούμε μόνοι
αφορίσαμε τη θέληση για ένωση
την κάναμε σήμα κινδύνου
την κωδικοποιήσαμε σε δόσεις
-με προσοχή μη γίνει κατανοητή-
κι έτσι προχωράμε
σαν να μην είχαμε ποτέ μας φανταστεί
πως είμαστε κατά βάση άνθρωποι.
Απρίλιος '09

Wednesday, December 16, 2009

Κυπαρίσσι

Ερμητικά υπογραμμίζεις τη ματαιότητα
φεύγει μαζί σου η σκέψη μας
συγκρούεται με το στερέωμα του ουρανού
κομματιασμένη μας συναντά
και μας διαπλέκει
μέσα απ' τις πιο μύχιες σιωπές.
Απρίλιος '09

Monday, December 14, 2009

Κατατρεγμός

Λύθηκαν οι κόμποι μου
βγήκε από μέσα τους ο μαυροφορεμένος πρίγκηπας
άδραξε τις πιο τρυφερές σου κινήσεις
τις μπέρδεψε με τα κύματα της θλίψης του
κι αφορίστηκε η πιο όμορφη στιγμή
της απολύτρωσής τους.
12.4.09

Friday, December 4, 2009

Albert Camus. Η ποίηση της δυνατής πέτρινης κραυγής.

Επιστροφή στην Τιπαζά
(...)
Το μεσημέρι, πάνω στις πλαγιές τις μισοσκεπασμένες από άμμο και ηλιοτρόπια σαν τον αφρό που θαρρείς τον είχαν αποθέσει τα μανιασμένα κύματα των τελευταίων ημερών, κοιτούσα τη θάλασσα καθώς την ώρα εκείνη φούσκωνε μόλις με μια κίνηση εξάντλησης και χόρταινα τις δυο δίψες μου, αυτές που δεν μπορείς να ξεγελάσεις για πολύ χωρίς να μαράνεις το είναι σου: δίψα για αγάπη και θαυμασμό. Γιατί το να μη σ' αγαπούν είναι μονάχα μια κακοτυχία, αλλά αν δεν αγαπάς εσύ είναι συμφορά. Πεθαίνουμε απ' αυτή τη συμφορά όλοι μας σήμερα. Το αίμα, το μίσος αποσαρκώνουν ακόμα και την καρδιά. Η ατέλειωτη διεκδίκηση της δικαιοσύνης εξαντλεί την αγάπη που ωστόσο της έδωσε ζωή. Μες στην οχλοβοή που ζούμε, η αγάπη είναι αδύνατη, η δικαιοσύνη δεν αρκεί. Να γιατί η Ευρώπη μισεί το φως της μέρας και δεν μπορεί παρά να αντιτάσσει την αδικία στον ίδιο της τον εαυτό. Αλλά για να εμποδίσω τη δικαιοσύνη να σκληρύνει, να γίνει όμορφος πορτοκαλής καρπός που κλείνει μέσα του μονάχα μια στεγνή και πικρή σάρκα, ανακάλυπτα για δεύτερη φορά στην Τιπαζά πως έπρεπε να φυλάξω ανέγγιχτες μέσα μου μια δροσιά, μια πηγή χαράς, ν' αγαπώ τη μέρα που γλιτώνει απ' την αδικία και να επιστρέφω στη μάχη μ' αυτό το φως που κατέκτησα. Ξανάβρισκα εδώ την αρχαία ομορφιά, έναν εφηβικό ουρανό, και αναλογιζόμουν την τύχη μου, κατανοώντας επιτέλους πως στα πιο μαύρα χρόνια της παραφροσύνης μας η ανάμνηση τούτου τ' ουρανού δε με είχε εγκαταλείψει ποτέ. Χάρη στη βοήθειά του τελικά κράτησα την ελπίδα. Ήξερα πάντα πως τα ερείπια της Τιπαζά ήταν πιο νέα από τα γιαπιά και τα χαλάσματά μας. Ο κόσμος ξανάρχιζε κάθε μέρα στην Τιπαζά μέσα σ' ένα φως καινούριο πάντα. Ω φως, κραυγή όλων των ηρώων στο αρχαίο δράμα μπροστά στο πεπρωμένο τους! Το τελευταίο τούτο καταφύγιο ήταν και δικό μας και τώρα το' ξερα. Στην καρδιά του χειμώνα, ανακάλυπτα επιτέλους πως φύλαγα μέσα μου ένα αήττητο καλοκαίρι.
(...) Το μικρό κέρμα που πήρα από δω έχει μια ευδιάκριτη όψη, ένα όμορφο γυναικείο πρόσωπο που μου επαναλαμβάνει όλα όσα έμαθα μέσα σ' αυτή τη μέρα, και μια φθαρμένη όψη που αγγίζω με τα δάχτυλά μου καθώς επιστρέφω. Τι μπορεί να πει τούτο το στόμα δίχως χείλια περισσότερο απ' αυτό που μου λέει μια άλλη μυστηριώδης φωνή μέσα μου, που μου μαθαίνει καθημερινά την άγνοια και την ευτυχία μου:
«Το μυστικό που αναζητώ τρύπωσε σε μια κοιλάδα με ελιές, κάτω απ' το χορτάρι και τις κρύες βιολέτες, ολόγυρα σ' ένα παλιό σπίτι που ευωδιάζει κληματόβεργα. Είκοσι χρόνια τώρα διέσχισα τούτη την κοιλάδα κι άλλες παρόμοιες, ρώτησα σιωπηλούς γιδοβοσκούς, χτύπησα την πόρτα στ' ακατοίκητα ερείπια. Μερικές φορές, τη στιγμή του πρώτου άστρου στο φωτεινό ακόμα ουρανό, κάτω από βροχή λεπτού φωτός, πίστεψα πως ήξερα. Κι όντως ήξερα. Ίσως ακόμα ξέρω. Κανείς όμως δε θέλει ένα τέτοιο μυστικό, ούτε κι εγώ βέβαια και δεν μπορώ να προδώσω τους δικούς μου, Ζω με την οικογένειά μου που πιστεύει πως βασιλεύει σε πλούσιες κι απαίσιες πόλεις, χτισμένες με πέτρα και ομίχλη. Μέρα και νύχτα μιλά δυνατά κι όλα λυγίζουν μπροστά σ' εκείνη που δε λυγίζει μπροστά σε τίποτα: σφραγίζει τ' αυτιά της σ' όλα τα μυστικά. Η δύναμή της όμως είναι και δική μου, έχουμε το ίδιο αίμα. Ανάπηρος κι εγώ, συνένοχος και θορυβώδης, δε φώναξα μήπως ανάμεσα στις πέτρες; Έτσι πασχίζω να ξεχάσω, περπατώ στις πόλεις μας από φωτιά και σίδερο, χαμογελώ γενναία στη νύχτα, καλώ της καταιγίδες, θα είμαι πιστός. Στην ουσία, λησμόνησα: δραστήριος και κουφός από δω και πέρα. Ίσως όμως μια μέρα, όταν θα είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε από εξάντληση και από άγνοια, θα μπορέσω ν' απαρνηθώ τους κακόγουστους τάφους μας για να πάω να ξαπλώσω στην κοιλάδα, κάτω απ' το ίδιο φως και να μάθω για τελευταία φορά αυτά που ξέρω».
(1952)
Η θάλασσα μες στα χέρια μας
Ημερολόγιο καταστρώματος

ΜΕΓΑΛΩΣΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΙ Η ΦΤΩΧΕΙΑ ήταν για μένα χλιδή, ύστερα έχασα τη θάλασσα κι όλη η πολυτέλεια τότε μου φάνηκε γκριζωπή, η μιζέρια αβάσταχτη. Από τότε περιμένω. Περιμένω τα πλοία του γυρισμού, το σπίτι των νερών, τη διάφανη μέρα. Κάνω υπομονή, βάζω τα δυνατά μου να είμαι ευγενικός. Με βλέπουν να περνώ απ' όμορφους δρόμους όλο σοφία, θαυμάζω τα τοπία, χειροκροτώ όπως όλος ο κόσμος, δίνω το χέρι, κάποιος άλλος μιλά με τη φωνή μου. Με επαινούν, ονειρεύομαι λίγο, με προσβάλλουν, μόλις που αντιδρώ. Ύστερα ξεχνώ και χαμογελώ σ' εκείνον που με προσβάλλει ή χαιρετώ με υπερβολική ευγένεια τον άλλο που αγαπώ. Τι να κάνω όταν δε θυμάμαι παρά μονάχα μια εικόνα; Με προστάζουν τέλος να τους πω ποιος είμαι. «Ακόμα τίποτα, ακόμα τίποτα...»
Όσο για τις κηδείες, εκεί είναι που ξεπερνώ τον εαυτό μου. Πραγματικά διαπρέπω. Περπατώ με βήμα αργό σε προάστια όπου ανθίζουν σιδερικά, ακολουδώ φαρδιές αλέες με τσιμεντένια δέντρα που οδηγούν σε τρύπες κρύας γης. Εκεί, κάτω απ' την πληγή τ' ουρανού που μόλις αρχίζει να ματώνει, κοιτάζω τους θαρραλέους συντρόφους να θάβουν τους φίλους μου σε τρία μέτρα βάθος. Αν ρίξω το λουλούδι που μου προσφέρει ένα λασπωμένο χέρι, πετυχαίνω πάντα τον τάφο. Η ευσέβειά μου είναι μετρημένη, η συγκίνηση καθωσπρέπει, το κεφάλι σωστά σκυμμένο. Θαυμάζουν πόσο ορθά μιλώ. Όμως δεν είμαι αξιέπαινος: περιμένω.
Περιμένω πολύ. Πού και πού σκοντάφτω, χάνω την επιδεξιότητά μου, η επιτυχία μ' εγκαταλείπει. Τι σημασία έχει, είμαι μόνος τότε. Ξυπνώ έτσι μέσα στη νύχτα και μισοκοιμισμένος νομίζω πως ακούω ένα θόρυβο από κύματα, την ανάσα των νερών. Σαν ξυπνώ για τα καλά, αναγνωρίζω τον άνεμο στα φυλλώματα και το παραπονεμένο βουητό της έρημης πόλης. Ύστερα, μόνο με τα λίγα ψίχουλα της δεξιοτεχνίας μου, προσπαθώ να κρύψω την απόγνωσή μου ή να την ντύσω με το πνεύμα της εποχής.
Άλλες πάλι φορές με βοηθούν. Στη Νέα Υόρκη, κάποιες μέρες, χαμένος στο βάθος εκείνων των πηγαδιών από πέτρα και ατσάλι όπου περιπλανιούνται εκατομμύρια ψυχές, έτρεχα από το ένα στο άλλο, χωρίς να βρίσκω το τέλος τους, κατάκοπος, μέχρις ότου με στηρίξει μόνο κείνη η ανθρώπινη μάζα που έψαχνε διέξοδο. Πνιγόμουν τότε, ο πανικός μου ήταν έτοιμος να ουρλιάξει. Όμως κάθε φορά, κάποιο μακρινό κάλεσμα πλοίου ερχόταν να μου θυμίσει πως τούτη η πόλη, στέρνα ξερή, ήταν νησί και ότι στην άκρη του Μπάττερυ με περίμενε το νερό της βάφτισής μου, μαύρο και σαπισμένο, γιομάτο κούφιους φελλούς.
Έτσι, εγώ που δεν έχω τίποτα δικό μου, που χάρισα την περιουσία μου, που κατασκηνώνω κοντά σ' όλα μου τα σπίτια, είμαι παρ' όλα αυτά απόλυτα ευχαριστημένος όταν το θέλω, σαλπάρω όποτε μου κάνει κέφι, η απελπισία μ' αγνοεί. Δεν υπάρχει καμιά πατρίδα για τον απελπισμένο, κι εγώ ξέρω πως η θάλασσα προηγείται και μ' ακολουθεί, έχω μια τρέλα έτοιμη πάντα. Εκείνοι που αγαπιούνται και
ζουν χωριστά μπορεί να πονάνε, όμως αυτός ο πόνος δεν είναι απελπισία: ξέρουν πως η αγάπη υπάρχει. Να γιατί υποφέρω από την εξορία με μάτια στεγνά. Περιμένω ακόμα. Και τέλος έρχεται μια
μέρα...
(...)
Και μόνοι με τον ορίζοντα. Τα κύματα έρχονται απ' την αόρατη Ανατολή, ένα ένα, υπομονετικά. Φτάνουνε μέχρις εμάς και πάλι υπομονετικά φεύγουν προς την άγνωστη Δύση, ένα ένα. Ατέλειωτη πορεία που δεν άρχισε ούτε τελείωσε ποτέ... Ποτάμια μικρά και μεγάλα περνούν, η θάλασσα περνά και μένει. Έτσι θά 'πρεπε ν' αγαπώ, πιστά και φευγαλέα. Σμίγω με τη θάλασσα.
(...)
Μερικές νύχτες που η γλυκύτητά τους παρατείνεται, ναι, μπορούμε άφοβα να πεθάνουμε τότε, ξέροντας πως τούτες οι νύχτες θα ξανάρθουν ύστερα από μας πάνω στη γη και στη θάλασσα. Απέραντη θάλασσα, πάντα οργωμένη, πάντα παρθένα, η θρησκεία μου μαζί με τη νύχτα! Μας πλένει και μας χορταίνει στα στείρα αυλάκια της, μας ελευθερώνει και μας κρατάει ορθούς. Σε κάθε κύμα μια υπόσχεση, πάντα η ίδια. Τι λέει το κύμα; Αν θα 'πρεπε να πεθάνω περιστοιχισμένος από κρύα βουνά, αγνοημένος από τον κόσμο, δίχως την αγάπη των δικών μου, εξουθενωμένος τέλος, η θάλασσα, την ύστατη στιγμή, θα γέμιζε το κελί μου, θα 'ρχόταν να με συγκρατήσει πάνω από το είναι μου και να με βοηθήσει να πεθάνω χωρίς μίσος.

(...) Ο χώρος και η σιωπή σμίγουν και γίνονται βάρος στην καρδιά. Μια ξαφνική αγάπη, ένα μεγάλο έργο, μια αποφασιστική πράξη, μια σκέψη που μεταμορφώνει προκαλούν σε ορισμένες στιγμές την ίδια ανυπόφορη αγωνία, ανάμεικτη μ' ακαταμάχητα θέλγητρα. Γλυκιά υπαρξιακή αγωνία, εξαίσιο άγγιγμα ενός κινδύνου που δεν ξέρουμε τ' όνομά του, το ότι ζω σημαίνει άραγε πως τρέχω προς το χαμό μου; Ας τρέξουμε πάλι χωρίς ανάπαυλα προς το χαμό μας. Είχα πάντα την αίσθηση πως ζούσα στο πέλαγος, σε κίνδυνο, στην καρδιά μιας μεγαλόπρεπης ευτυχίας.
(1953)
[Απ' ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ του Αλμπέρ Καμύ. Εκδ. Πατάκη. Μτφ: Καρακίτσου-Ντουζέ, Κασαμπαλόγλου-Ρομπλέν]

Wednesday, December 2, 2009

Χρονικό μιας φθινοπωρινής μέρας

Ολημερίς μάζευα φύλλα
σε στοίβες χτισμένες με λάσπη
ατόφια η θέλησή μου για ανάσταση
μα η γη μου δε χώρεσε ρομαντισμούς
για άλλα με προόρισε η άνοιξη.

Friday, November 27, 2009

Αίμα ενός άλλου

Ας έπαιρνα μια στάλα απ' το αίμα σου,
να το ολοκλήρωνα
ενώνοντάς το με την χρεωμένη μου ανάσα
και το στραπατσαρισμένο είναι μου
να σού' δινα
για μια στάλα απ' το αίμα σου
να το κρατήσω στην καρδιά μου
και να λυτρώσω το δικό μου
που με πνίγει σε αδέκαστες χαράδρες.
Απρίλιος '09

Tuesday, November 24, 2009

Επιρροή ουρανού

Περπάτησες
και βλάστησες το δρόμο
τώρα προσέχεις
μήπως μαραθεί ο ουρανός
και δεν προλάβουμε να τον δούμε
όπως όταν άνοιξε τα χρώματα
στα μάτια σου.

Friday, November 20, 2009

Αποκρυστάλλωση

Ευχάριστα σε βρίσκω να σαρώνεις τις χαραυγές
να μπλέκεσαι με τα στόματα που πάγωσαν.
Κρύσταλλο.
Σε κρατάει πνιγμένη μια σταγόνα από υδράργυρο
εφοδιασμένα τα κύπελλα της ανημποριάς με πόνο και μνήμη
πρόσφορα τα αφήνεις
κι ένα χαμόγελο χάρισμα για κάθε γουλιά
μέχρι να γίνει η θλίψη όνειδος
κι ο οδυρμός μουσικός σκοπός.
Απρίλιος '09

Thursday, November 12, 2009

Η Βροχή και ο γελωτοποιός

Αστράφτει μέσα μας το μάτι του κόσμου
από καιρό μας ρίχνει στο βάλτο
καταδικές του οι θελήσεις για ποτάμια με βάθος
μα πως να αποφύγεις τον πάτο
ταγμένος στη φωνή σου
αντιστέκεσαι γυμνός ψάχνοντας την αχτίδα
που θα διαλύσει το φως
στο μόνο αποδεκτό ημίφως
εσύ ένας γελωτοποιός.

Monday, November 9, 2009

Φωνές

Πως να σηκωθείς;
πεθαμένες σκιές γύρω σου.
Διώχνεις τις κουρτίνες,
και μένεις ακόμα πιο μόνος
πιο έτοιμος,
να οργιάσεις με τα σύννεφα,
να υποδεχτείς τ' αφόρητα.

Κυματιστή σιωπή σπάει σε χρώματα ξερά,
κι ερμητικά διαλύεται για να φτάσει στα πόδια σου
κοχύλι, σχηματισμένο από την προσμονή σου για όνειρα.

Άκου τη βροχή.
ψιθυρίζει,
πιο δυνατά,
κι απ' το θόρυβο της παραλιακής
κι απ' το χτύπο του πάθους σου
που τίποτα δεν υπομένει.
Μάρτιος '09

Wednesday, November 4, 2009

Αδημονία

Πότε θα φανεί το άστρο μας;
Πότε θα διασυρθεί ο πόθος μας;

Σύντομα θα περάσει το σύννεφο και η βροχή του θα μας βρει γυμνούς
Σύντομα θα σε θυμάμαι να εξατμίζεσαι και θ' αφήνομαι να εξατμιστώ μαζί σου.

Κι αφρόντιστες αδυναμίες της κάθε μέρας θα γίνουν κτήμα μου
με κρουστές ηδονές που θα ανατινάζουν τη φτήνια μου
ασχημάτιστα αλλά όμορφα, ιδιαίτερα,
με μια λάμψη αόρατη και τόσο ισχυρή
που θα παρασύρει κάθε μου κύτταρο που δεν μπόρεσε να ζήσει
σε αρμονία με τα υπόλοιπα
σε σύμμιξη με το εγώ μου.
Μάρτιος '09

Sunday, November 1, 2009

Μίλτος Σαχτούρης - Το Άσπρο Περιστέρι ( απ' τη συλλογή "ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια" 1998, αφιερωμένο στον Γιώργο Στενό )

Σήμερα ήρθε και κάθισε στο περβάζι
του παραθύρου μου
ένα άσπρο περιστέρι.
-Τί γυρεύεις εδώ, του είπα,
μήπως σου δώσαν λάθος διεύθυνση;
-Καθόλου, μου απάντησε, τί νομίζεις
το περβάζι σου είναι μόνο
για μαύρα πουλιά;
Έκανε δύο τρείς βόλτες πάνω κάτω,
άφησε μιά κουτσουλιά και πέταξε,
αφήνοντάς με έκπληκτο!

Ήταν γυναίκα, ήταν όνειρο... ( Γιώργος Σαραντάρης )


J' ai cueilli ce brin de bruyere
G. Apollinaire


Ήταν γυναίκα, ήταν όνειρο ήτανε και τα δυο
ο ύπνος με εμπόδιζε να την δω στα μάτια
Αλλά της φιλούσα το στόμα την κράταγα
Σαν να ήταν άνεμος και να ήταν σάρκα
Μου 'λεγε πως μ' αγαπούσε, αλλά δεν το άκουγα καθαρά
Μου 'λεγε πως πονούσε να μη ζει μαζί μου
Ήταν ωχρή και κάποτε έτρεμα για το χρώμα της
Κάποτε απορούσα νιώθοντας την υγεία της σα δική μου υγεία

Όταν χωρίζαμε ήτανε πάντοτε νύχτα
Τ' αηδόνια σκέπαζαν το περπάτημά της
Έφευγε και ξεχνούσα πάντοτε τον τρόπο της φυγής της
Η καινούρια μέρα άναβε μέσα μου προτού ξημερώσει
Ήταν ήλιος ήταν πρωί όταν τραγουδούσα
Όταν μόνος μου έσκαβα ένα δικό μου χώμα
Και δεν τη σκεφτόμουνα πια εκείνη.

(6.11.1938)

Monday, October 26, 2009

Νύχτα ανήμερη

Απροσδόκητη χρήση μιας χώρας που ανέτειλε μια για πάντα και τα πελιδνά μου σήματα χώρεσαν το δώρο της ενόρασης. Βαθιά βρίσκω δυο διασπασμένα όνειρα που τα πλάθω με ορμή για να γίνουν δικά μου. Απροσμέτρητα χρόνια που θα έρθουν κι όμως εγώ ψάχνω την αιωνιότητα στη μόνη στιγμή που δεν έχει χρόνο, στη μόνη στιγμή που δεν έχει ταίρι στον κόσμο, μόνη αυτή ξερνάει του κόσμου τη χάρη. Κι ένα άστρο βουβό απλώνεται σ' όλη μας την νύχτα, τη νύχτα που γέννησε τ' ορφάνεμα της μέρας κι άδολα σιμώνει τη μοίρα μας.
11.4.09

Thursday, October 22, 2009

Farhad Showghi - Das Zimmer 4


Το δωμάτιο 4

Οι τοίχοι είναι δροσεροί. Κουρασμένοι έχουμε ξαπλώσει ανάμεσά τους, τα γόνατα προς την
έρημο στραμμένα, προς την άγρια επιφάνεια της ταπετσαρίας του τοίχου.
Ποιος ανοίγει το παράθυρο;
Αλλοίμονο στο φεγγάρι
πασχίζει να μείνει ακίνητο
όπως και η σιωπή
έχουμε τώρα ξαπλώσει εδώ
μέχρις εκεί που φτάνει το μάτι.

Translated by Stratis Paschalis
© by Stratis Paschalis
πηγή: www.lyrikline.org

* mp3:
seabear - i-sing-i-swim

Monday, October 19, 2009

Άφεση

Χρωστάμε πάντα κάτι από μας
για να γυρίσουν οι άλλοι το κεφάλι
και ν' απλωθεί η γη προς τα πάνω
καθώς βυθίζουμε το πάτημά μας
κι ασελγούμε στο χρόνο
που φτιάχνει θάλασσες
με την αθωότητα μικρού παιδιού.
Απρίλιος '09

Monday, October 12, 2009

My God

Κάποιο κειμήλιο ιερής αυτογνωσίας
το άμεσο το κάνει αιώνιο
απόκρημνες φυσικές αποφάσεις
απαρνημένος ο Θεός από θελήσεις
ενός μουνιού που γουστάρει την πολυχρωμία
ας είχε έναν ουρανό να προσπεράσει
εκείνη η φυσαρμόνικα δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μόνο ένα καζανάκι, μια πολική αρκούδα που καταβρόχθησε όλα τα παγόβουνα καταργώντας το οικοσύστημά της
διαμήνυσε στο σύμπαν το τελευταίο αστέρι.


υγ:γραμμένο με τον Θοδωρή Π.

Friday, October 9, 2009

Για μία ελπίδα

Απρόσεκτα εκκίνησα για το πεδίο της λήθης, άφησα πίσω μου σκισμένα χαρτιά και ψεύτικα φιλμ, μιας και θέλοντας να ζω το τώρα για να διατηρώ ακέραιη την ασβεστωμένη μου ευτυχία, έχτισα ένα παρελθόν σε σχήμα λαβύρινθου
με μένα στο ρόλο του μινώταυρου. Κάποτε έπρεπε να προχωρήσω χωρίς την ίδια αυταπάτη που καθόριζε τη σκέψη κι έτσι έριξα στο κενό τις δυο μεγάλες χάρτινες καρδιές, αυτές που είχα φτιάξει μόνο και μόνο για μας, για να μας (εφ)αρμόζουν, για να τις βλέπεις και να μεθάς την αλήθεια με φιλιά. Σήμερα διαθέτω μόνο την ειλικρίνεια
κι ένα μεγάλο εφήμερο όνειρο -αυτό που με οδηγεί πέρα απ' τα μονοπάτια του χαμού- κι έτσι πορεύομαι ζητώντας τίποτα περισσότερο από μια χούφτα φως, όχι φυσικό, αλλά δημιουργηθέν φως, από μένα για τους άλλους και λόγω αυτών,
για να νιώθω πως υπάρχω.
Ιανουάριος '09

Friday, October 2, 2009

Οργανοπαίχτης

Πάρε από πάνω σου τις κάσες

ομόρφυνε τις ομορφιές

στρωτά ευωδίασε αρνήσεις

κι άσε μια ποικιλόχρωμη ηχώ

να στρέφεται στο πλήθος

κι ας όψεται η ανταύγεια της ανακόλουθη

κι ας φαίνεται το πέρας της ασήμαντο

δεν παύει να' ναι μια ηχώ

κι εσύ ο μουσουργός της.

Απρίλιος '09

Wednesday, September 23, 2009

Σχήμα (Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης)

Συ που 'χεις φτερά
και η αδυναμία τα κατάλυσε
τα έκανε και σπάσανε
τώρα υπόμενε την πίκρα
δεχόμενος τα σβησμένα όνειρα
κατάλαβε πως από την αδυναμία σου
δημιούργησες την παρεξήγηση.
Συ που ονειρεύτηκες νάσαι
καθρέφτης καθαρός
της φωτεινής χάρης του ήλιου
νάναι μια στάλα που τον ήλιο αντανακλά
και απ' αυτόν μετά λειώνει και σβήνει
Μάη και Γιούνη το φεγγάρι τ' ολόγιομο
δυο μήνες περάσαν δίχως να το χαρείς.
Μπόρεσε τουλάχιστο καλύτερος να γίνεις
νικώντας τον πόνο που σε τρώει
σαράκι καθημερινό
που σε μακραίνει απ' ό,τι είσαι.

(Ιούλιος 1930)
Από τη συλλογή Ποιήματα (Παλαιοντολογικά) (1988)

Friday, September 18, 2009

Θαλάσσια επίκκληση

Για ποιό λόγο ξυπνάς,
όταν έχεις ματώσει τη θάλασσα
και κυβερνάς ένα διάτρητο καράβι;

Σύννεφα τρεμοπαίζουν στο μπαλκόνι
κι εγώ κλεισμένος στο αμπάρι
να ψάχνω το δρόμο για το μοναδικό,
σίγουρο σπίτι της νιότης.

Μα η πυξίδα ναυάγησε
και -ευτυχώς- τα νερά βαθαίναν
όσο φοβόμουν να βουτήξω.
Μάρτιος 09

Thursday, September 10, 2009

Σχίσμα ζωής

Πόροι πάθους άνοιξαν

να υποδεχτούν βροχές

-άστατες μα δυνατές-

εισέβαλαν από κάθε αμυχή

άδραξαν τη μέσα φωνή

κι εκείνη ορμητική

ξεχύθηκε στη γη

σείωντας μόνο

μια μικρή

μικρή

σχισμή.

10.4.09

Monday, September 7, 2009

Σου γράφω από ένα τόπο μακρινό. (Ανρί Μισώ, 1899-1984)

Εδώ έχουμε, γράφει, έναν ήλιο μόνο κάθε μήνα, και για λίγο. Τρίβουμε τα μάτια μας μέρες πρωτύτερα. Μάταια όμως. Καιρός αδυσώπυτος. Ο ήλιος δεν έρχεται παρά στην ώρα του.

Έπειτα έχουμε ένα σωρό πράγματα να κάνουμε, όσο βαστάει το φως, έτσι που μόλις προφταίνουμε να κοιταχτούμε λίγο.

Εκείνο που είναι δύσκολο για μας τη νύχτα, είναι όταν πρέπει να δουλέψεις, και πρέπει: γεννιούνται ακατάπαυστοι νάνοι.

Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης

Friday, August 28, 2009

Sapphire - Broken

Κομμάτια

Νομίζω μέσα μου έχουν όλα σπάσει. Η κόκκινη στιλπνή κεραμική
καρδιά κομμάτια πια στο πάτωμα, το φως της, που ηλέκτριζε πιο πριν,
τώρα πια λάμπει σταθερά στο σκοτάδι. Απ' το παράθυρο κοιτώ τις
ψυχές του πατέρα και της μάνας μου μες σ' ένα μαύρο σάλι να
γλιστρούν στον ποταμό, σ' αλλόκοτα νερά, με βάρκες παράξενες.
Χωρίς καρδιές, δίχως συκώτι, με πόδια δίχως πέλματα, πνεύματα πια.
Εγώ είμαι εδώ, στο τώρα, στιλπνή, σπασμένη και φλεγόμενη, γεμάτη
τρύπες. Να σφύζω επιτέλους, φως, ζωή, φωτιά. Κομμάτια πια.


translated by Kostas Koutsourelis
πηγη: lyrikline.org

Saturday, August 22, 2009

(άτιτλο)

Ένας βράχος γλύφει τη θάλασσα
επουλώνει αιώνια τις πληγές του
και διακόπτει τη ροή του χάους
με μια ανθρωπιά όλο μοναξιά.

Thursday, August 6, 2009

Ενθυμούμενος

Εφήμερες ενορχηστρώσεις της φαεινής μου θλίψης
ποτισμένες σιδερόφραχτες αναμνήσεις
επίμονες διαστρεβλώσεις μιας ψυχής αγύρτισσας
προσποιητά αφήνεται να βρει
δυο πιθαμές γλυκό νερό.

Να βυθίσει την θύμηση
και να αναδυθεί η μονή του
χρυσοπελέκητη και διάφανη
εμβριθής από δάκρυα δακρύων.
Απρίλιος '09

Wednesday, July 29, 2009

Το γέννημα της μέρας

Ας είχες στα χέρια σου ματωμένα δίχτυα,
-πάντα μπέρδευες τις ψαριές με τις καρδιές-
κι ας έβαζες στη χρυσή κοίτη της θάλασσας νάρκες,
πάλι περπάταγα στο βυθό σου
κι αφρόντιστα έστρωνα κοχύλια στο σχήμα του κορμιού σου.

Στην παραλία της μονής σου ξεσήκωνα τη μοναξιά
-κι αυτή γι' αντάλλαγμα με αγάπησε αυστηρά-
κι ο ουρανός μας κοίταζε με τόσα μάτια.

Μα ένα αστέρι έσφαξε τη νύχτα.
Μάρτιος '09

Sunday, July 26, 2009

Ο αρουραίος του ερωτηματικού

Σύμπνοια κυμάτων μας έφερε στον πάτο
αναδύοντας μέρες θύελλας στα βράχια τσακισμένες
επιμένοντας στην αποκρυπογράφηση ενύπνιας λογικής
χαραγμένης με όνειρο σε μάτια μισοπνιγμένα
αγκιστρωμένης σε δολώματα εφήμερα, μανιασμένης θλίψης.
Αδιαχώρητα ναυάγια μελοποιούν την οργή μου
επισύρουν την κολάση στην ακτή μιας παιδικής μας βουτιάς
χαμένης σε οράματα ανέφικτης νηνεμίας
χαράς επικυρηγμένης σε δόσεις αφαίμαξης
παγιδευμένης σε φλέβες που κήρυξαν την απεργία
ιδρώτας γραμμένος σε χαρτιά παγωμένα
στοιβαγμένα σε ράφια αλμυρής συνείδησης
σκισμένος ο τοίχος απ' το βλέμμα μας
την ώρα της καθιέρωσης της πέτρινης αναπνοής.


υγ: γραμμένο με την Αφροδίτη Λ..

Monday, July 20, 2009

Μετεωρίζοντες

Μεταξύ δύο άκαπνων στιγμών
εμμείναμε, με αφορισμένα χέρια,
ενδίδοντας σε όμηρα χαμόγελα
-εύκολα τέτοια προσδοκία τα γεννάει-
μα χωρίς τα μάτια να προσφέρουν
τις επίμονες συνάψεις του τότε.

Έστεψα τις δυνημένες σου στιγμές
στέρεψα από αφόρητες πνοές
κι αφημένος στη δέση σου
φωνάζω ξέπνοα,

πως να αφήσει πίσω της η άνοιξη το καλοκαίρι;
Φεβρουάριος '09

Tuesday, July 14, 2009

Φιάσκο

Ποιός να στρέψει τη θλίψη
πάνω από σαθρά όνειρα;
Άδικα τα χρόνια που χάθηκαν
κι έστιψαν τη δίκη
μ' ασύμφορες οράσεις.

Επιζήμια τα χαρωπά μέλη
καθώς κρέμονται
προς την μάταια αφαίμαξη
παρελθόντος κόκκινου
μα τόσο στέρεου
που σπάει το χρώμα
σε σημείο βρασμού.

Tuesday, July 7, 2009

Μετωνυμία

Αναμέσα στα πιο μετανιωμένα μάτια
έριξες όνειρα
δυνάμωσες
τη λήθη.

Στο ψέμμα βάλτος
ομόρφαινα την αλήθεια
κι εκείνη
έγινε εσύ.

Thursday, July 2, 2009

Μαθηματικά

Βρέθηκα να σ' έχω
μόνο για να μ' έχεις
και σήμερα
που το ξεχασμένο μου εγώ ξεσηκώθηκε
σε βρίσκει πάλι μπροστά του να του ορίζεις
πως είναι
εσύ.

Saturday, June 27, 2009

Άδωρο

Ασταμάτητα χρόνια της δύσης
αφόρισαν τη διαύγεια του κορμιού
αφαίμαξαν την πίστη
άδραξαν την πιο χρυσή ηλιαχτίδα
και το δειλινό
έγινε ανάμνηση.
6.5.09

Wednesday, June 17, 2009

Γνώμες

• Πολλές φορές το νά' σαι φυσιολογικός ξεπερνάει τα όρια της λογικής σου.
• Η τρέλα κρύβεται μέσα μας τόσο αδέξια που δεν μπορείς παρά να την ξεσκεπάσεις.
• Με γεμάτο στομάχι μιλάς πιο σοφά απ' ό,τι με άδειο, γιατί μιλάς λιγότερο.
• Όταν τα πράγματα γίνονται πιο βίαια απ' τους ανθρώπους, είναι οι άνθρωποι που
ξεπεράστηκαν, ποτέ η φύση.
• Το θάνατο με το που τον αντιλαμβανόμαστε τον αφήνουμε συνήθως πίσω μας, αλλά εκείνος
πάντα βρίσκεται μπροστά μας.
• Ένας άνθρωπος που ονειρεύεται για όλη την ανθρωπότητα ποτέ δε φτάνει στο σημείο να
κάνει την ανθρωπότητα να σκεφτεί γι' αυτόν, η αντίστροφη διαδικασία προϋποθέτει όλη η
ανθρωπότητα να σκέφτεται όπως ο συγκεκριμένος ένας άνθρωπος-επαναστάτης.
• Όταν οι άνθρωποι καταφέρνουν να επικοινωνήσουν, είναι τότε που πιστεύουν στον ίδιο Θεό.
• Κάθε κοίταγμα προς τα πίσω, αν δεν εμπεριέχει το σκοπό να ξαναγυρίσει μπροστά, είναι
καταδικασμένο στην ανυπαρξία.
• Αν είχαμε το θάρρος να κοιτάξουμε το Θεό κατάματα θα γινόμασταν ευκολότερα άνθρωποι.
• Φέρνουμε στις πλάτες μας όλα τα κρίματα του κόσμου μα δεν αντέχουμε ποτέ τα δικά μας.
• Εάν η αμαρτία είναι ζήτημα ηθικής, δε μένει παρά να αμαρτήσει κανείς ανήθικα για να
συγχωρεθεί. Αν όμως το κάνει ηθικά, τότε δε θα χρειάζεται καν συγχώρεση.
• Η ηθική είναι κάτι που ποτέ δεν γίνεται καθολικό. Γι' αυτό η θρησκεία την ισοπέδωσε.
• Εάν ξέραμε ότι θα ζήσουμε παραπάνω χρόνια απ' όσα θα θέλαμε, θα αποκτούσαμε σίγουρα
μια υπομονή που θα μας έκανε πιο ανθρώπινους, εκτός κι αν γινόμασταν πιο άπληστοι.
• Το να γυρνάς το μάγουλο σ' αυτόν που σε χτυπάει δε σημαίνει ότι θες να σε χτυπήσει,
αν όμως το κάνει, τότε καλύτερα να του γυρίσεις την πλάτη.
• Το χιούμορ είναι το αντίδοτο στη δυστυχία αλλά μπορεί το ίδιο εύκολα να την υποθάλψει.
• Όταν καταφέρεις να τιθασεύσεις όλες τις φοβίες σου, δε σου μένει παρά να καταπολεμήσεις
τη νοσταλγία.
• Εάν η αγάπη είχε συγκεκριμένο ορισμό θα χανόταν το νόημά της.
• Η θάλασσα μας προκαλεί μάλλον ηρεμία γιατί ποτέ δεν φτάνουμε στο βυθό της. Εκτός κι αν
είναι φουρτουνιασμένη οποτέ δε μας ηρεμεί ούτε καν η επιφάνεια.
• Το να εκφράσεις ένα συναίσθημα είναι πιο δύσκολο απ' το να το αισθανθείς, γι' αυτό τότε
ολοκληρώνεται. Αν και μόνο αφού το αισθανθείς είναι εύκολο να εκφραστείς.
• Η μοναξιά είναι ανάγκη και φοβία ταυτόχρονα. Γι' αυτό όταν ξεπερνάς και τα δυο αποκτά
αξία.
• Όταν γράφεις για κάτι που βίωσες αναγκαστικά ψεύδεσαι, αλλά είναι το μόνο ψέμμα που
μιμείται την αλήθεια.
• Δεν υπάρχουν πραγματικά άθεοι, μόνο Θεοί του περιθωρίου.
• Το πως θα ξεφύγεις απ' το εγώ σου είναι πρόβλημα που σχεδόν δεν έχει λύση, έτσι
συνηθίζουμε να δενόμαστε μαζί του τόσο που να μην το βλέπουμε ως πρόβλημα.
• Όταν η απελπισία γίνεται κτήμα σου, δεν είναι η ελπίδα που πέθανε, αλλά η αισιοδοξία.
• Εάν θέλεις να γνωρίσεις τον εχθρό σου, περπάτα για λίγο στο δρόμο
του.
• Η ενηλικίωση δεν είναι μια διαδικασία καθαρά ηλικιακή, αυτό είναι ένα τυπολατρικό
σφάλμα της κοινωνίας που δεν παύουν να το πληρώνουν οι άνθρωποί της.
• Όταν τα όνειρά σου επιβάλλονται, έχεις ανακαλύψει την πιο ποιητική σου βούληση.
• Βρίσκουμε λέξεις να εξηγήσουμε τα πράγματα, αλλά μοιραία ξεχνάμε ότι την ίδια στιγμή τα
εγκλωβίζουμε.
• Οι στιγμές είναι που νικάνε το χρόνο, γιατί δεν μπορείς να τις μετρήσεις.
Απρίλιος 2009

Monday, June 8, 2009

Κάρολος Μπωντλαίρ

ΤΑ ΠΛΗΘΗ


Δεν μπορεί ο καθένας να παίρνει μια βουτιά μέσα στο πλήθος: ν' απολαμβάνεις το πλήθος είναι μια τέχνη, και μόνο εκείνος που τού' δωσε μια νεράιδα στην κούνια του την αγάπη της μεταμφίεσης και της μάσκας, το μίσος του σπιτιού και το πάθος του ταξιδιού, μπορεί να δοθεί σ' ένα όργιο ζωτικότητας σε βάρος του ανθρώπινου γένους.
Πλήθος, μοναξιά: ίσοι όροι και που μπορούν ν' αλλάξουν για τον δραστήριο και γόνιμο ποιητή. Όποιος δεν ξέρει να γεμίσει με κόσμο τη μοναξιά του, δεν ξέρει ούτε να είναι μόνος μέσα σ' ένα πολυάσχολο πλήθος.
Ο ποιητής απολαμβάνει αυτό το ασύγκριτο προνόμιο, να μπορεί κατά το κέφι του νά' ναι ο εαυτός του και ο άλλος. Όπως αυτές οι περιπλανώμενες ψυχές που ζητούν ένα σώμα, μπαίνει, όταν θέλει, μέσα στην προσωπικότητα του καθενός. Γι' αυτόν μόνο όλα είναι προσιτά, και αν μερικοί χώροι φαίνονται να του είναι κλειστοί, είναι γιατί στα δικά του μάτια δεν αξίζουν τον κόπο να τους επισκεφτεί.
Ο μοναχικός και σκεφτικός διαβάτης βγάζει μια μοναδική μέθη απ' αυτή την παγκόσμια επικοινωνία. Εκείνος που αγκαλιάζει εύκολα το πλήθος γνωρίζει απολαύσεις πυρετικές, που θα στερηθούν αιώνια ο εγωιστής, κλειστός σα σεντούκι, και ο τεμπέλης, φυλακισμένος σα μαλάκιο. Υιοθετεί σα δικά του όλα τα επαγγέλματα, όλες τις χάρες και όλες τις δυστυχίες που του παρουσιάζει η περίσταση.
Αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν αγάπη είναι πολύ μικρό, πολύ περιορισμένο και πολύ αδύνατο, αν συγκριθεί μ' αυτό το ανέκφραστο όργιο, μ' αυτή την ιερή πορνεία της ψυχής που δίνεται ολόκληρη, ποίηση και ελεημοσύνη, στο απροσδόκητο που παρουσιάζεται, στον άγνωστο που περνάει.
Είναι καλό να μαθαίνεις καμιά φορά στους ευτυχισμένους αυτού του κόσμου, έστω και μόνο για να ταπεινώσεις για μια στιγμή την ανόητη υπεροψία τους, πως υπάρχουν ευτυχίες ανώτερες από τη δική τους, πιο πλατιές και πιο εκλεπτυσμένες. Οι ιδρυτές αποικιών, οι θρησκευτικοί ηγέτες λαών, οι ιεραπόστολοι εξόριστοι στην άκρη του κόσμου, ξέρουν χωρίς αμφιβολία κάτι απ' αυτά τα μυστηριακά μεθύσια, και, στην καρδιά της απέραντης οικογένειας που γεννήθηκε η μεγαλοφυία τους, πρέπει να γελούν μερικές φορές μ' αυτούς που τους λυπούνται για την τόσο πολυτάραχη μοίρα τους και για την τόσο αγνή ζωή τους.

μετάφραση: Εύα Μυλωνά

Friday, June 5, 2009

Daiva Čepauskaitė - Noriu pasakyti

Θέλω να πω


Θέλω να πω – αγαπώ,
μα ντρέπομαι,
μπας και θα γελοιοποιηθώ,
γι’αυτό λέω – σε μισώ.
Θέλω να πω – σε μισώ,
αλλά δεν έχω εχθρούς,
γι’αυτό λέω - στην γεια σου.
Θέλω να πω – γεια σου,
αλλά μπας κι ακουστεί πολύ δυνατά,
γι’αυτό προσποιούμαι πως δεν σε είδα.
Θέλω να πω – έχε γεια,
αλλά φοβάμαι πως θα επιστρέψω,
γι’αυτό δεν λέω τίποτα.
Δεν θέλω να πω τίποτα,
αλλά θα πέσει πολύ ησυχία,
γι’αυτό λέω – βρέχει.
Θέλω να πω – παγωνιά,
αλλά μπας και δεν ακούσεις,
γι’αυτό βάζω πιο ζεστά ρούχα.
Θέλω να πω – Θα πάω,
αλλά δεν έχει κανένα δίπλα μου,
γι’αυτό απλά πηγαίνω.
Θέλω να πω – σπουργίτι,
αλλά μπας και με παρεξηγήσεις,
γι’αυτό λέω – πέτρα.
Θέλω να πω – πονώ,
αλλά ήδη το είπα,
γι’αυτό σφίγγω τα δόντια μου.
Θέλω να πω – βρωμιά,
αλλά δεν ακούεται όμορφα,
γι’αυτό δεν αναπνέω.
Θέλω να πω – στο διάβολο,
αλλά αυτό είναι κατανοητό,
οπότε λέω – θέλεις σούπα?
Θέλω να πω – γιατί,
αλλά δεν απαντά κανείς
στις ανόητες ερωτήσεις,
γι’αυτό λέω – δεν τρέχει τίποτα.
Θέλω να πω – ωραία,
μα είναι θέμα γούστου,
γι’αυτό λέω – χτες.
Θέλω να πω, αλλά δεν λέω,
επειδή δεν μπορώ, και αν μπορώ - δεν θέλω.
Θέλω να πω – θέλω,
αλλά οι επιθυμίες δεν πραγματοποιούνται πάντα,
γι’αυτό λέω – κουφέτα
ή απλώς ανοησία.
Θέλω να πω – μάλιστα,
αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις σιωπούμε,
γι’αυτο λέω – ωραίος ο καιρός.
Θέλω να πω – άδικα,
αλλά γιατί να τα λέω άδικα.


Μετάφραση: Ντάλια Σταπονκούτε
Πηγή: lyrikline.org

Tuesday, June 2, 2009

Διαφώτιση

Θαμπώσαμε τη θάλασσα
ρίξαμε στη γη άγκυρες
-απίστευτο το βάρος-
και το ανώφελο ένας δαίμονας
που σήκωσε στο θράσος του
τον ουρανό που ξέχασε
να φωτιστεί απ' τ' αστέρια.

22.5.09

Sunday, May 31, 2009

Jürgen Theobaldy - Die Astronauten

ΟΙ ΑΣΤΡΟΝΑΥΤΕΣ


Όταν πετάω το χαρτί,
δεν πετάω και το ποίημα,
το κεφάλι σου γίνεται κεφαλή
εάν υποκλιθεί μπροστά στο λόγο,
ακόμα και μια ταφόπλακα μου λέει πιο λίγα
απ' ό,τι τα ίχνη των καθημερινών δρόμων
που ένας απ' τους τραγουδιστές μου περπάτησε.

Δύο φορές στη ζωή σου
περνάς από το κατάστημα,
όπου κλαίει στη βιτρίνα η κιθάρα
που διστάζεις ν' αγοράσεις.
Την τρίτη φορά το κατάστημα έχει εξαφανιστεί.

Εκπληκτικό, πώς άλλαξαν τόσα πολλά .
Μεγαλώνω μ' έναν δίσκο μουσικής,
μόλις που πρόλαβα να μεγαλώσω,
κι ο δίσκος κυλάει προς το Μουσείο.
Τώρα μπορείς να πατήσεις
πάνω στα μπλε καστόρινα παπούτσια μου,
καθώς χοροπηδάς έξω από την ουρά
μπροστά στο ταμείο.

Ένα βράδυ άμοιξα τα μάτια
και είδα στο φεγγάρι άντρες
να φοράνε στολές ασημένιες του δύτη
μ' ένα μαθητικό "σκονάκι" στο αυτί,
ένα μήνυμα στον ελεύθερο κόσμο,
το μήνυμα ήταν: Θα γίνει.

Μόνο αυτό που είναι γραμμένο επιβιώνει,
μόνο αυτό που είναι γραμμένο χάνεται.

Ακόμα και οι αστροναύτες ανεβαίνουν εκεί πάνω,
σε κάτι τόσο ακατοίκητο όπως η Αιωνιότητα,
γιατί θέλουν να επιστρέψουν
και να δώσουν συνέντευξη.
Σκοτάδι, και περνούν κομμάτια φεγγαριού κατά ριπές.
Βουβά ανασαίνοντας τίποτα δεν ακούω
εκτός από τον κρότο της ζώνης μου.



Translated by Stratis Pashalis
Πηγή: lyrikline.org

Sunday, May 24, 2009

Ο τζίτζικας και ο μέρμυγκας

Κάποτε ήταν ένα τζιτζίκι κι ένα μυρμήγκι. Ήταν οι μόνοι κάτοικοι σ' ένα μικρό πεύκο στην πλατεία μιας βιομηχανικής μητρόπολης. Το τζιτζίκι πάντα βρισκόταν πάνω απ' το μυρμήγκι που απ' το χώμα που είχε τη φωλιά του συχνά άκουγε το τζιτζίκι να του τραγουδάει και να του λέει κάθε είδους ιστορίες. Καμιά φορά προσπαθούσε να του πει κάτι για να καταλάβει τι εννοούσε ο γείτονάς του και το τζιτζίκι έκανε ακόμα περισσότερο θόρυβο, υπερκαλύπτωντας το μυρμήγκι που με την σιγανή φωνούλα του καταλάβαινε πως δεν μπορούσε ν'ακουστεί και σώπαινε. Το τζιτζίκι έτσι πέρναγε όλο το καλοκαίρι του μασουλώντας ό, τι έβρισκε και λέγοντας στο μυρμήγκι ότι κάνει πολύ κόπο για να φάει ενώ όλα ήταν έτοιμα. Το μυρμήγκι όμως δε σταμάταγε να μαζεύει φαγητά, ακόμα και τα πιο άνοστα και να τρώει αργά και λιτά, ακόμα κι όταν η φωλιά του είχε γεμίσει.

Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να φορτώνεις με δουλειές τη μέρα σου ενώ η φύση σιγοτραγουδάει και μας δίνει κάθε λόγο να την χαρούμε. Είπε περήφανα το τζιτζίκι. Το μυρμήγκι πήγε να πει πως δεν τον κουράζει η δουλειά και πως η φύση δεν είναι κάθε μέρα χαρούμενη όπως εκείνο, αλλά το τζιτζίκι ξανάρχισε να τραγουδάει και να του τονίζει πόσο ωραία είναι η ζωή όταν ξέρεις να τη ζεις.

Μια μέρα το τζιτζίκι ξύπνησε και είδε τα φύλλα νά' χουν πέσει απ' τα δέντρα, πλησίασε το μυρμήγκι κι άρχισε να του φωνάζει που δεν του είπε πότε θα πέσουν τα φύλλα. Εκείνο προσπαθούσε να του πει πως αυτό δεν το προγραμματίζουμε και καλό θα ήταν να προλαμβάνουμε όσο είναι καλός ο καιρός την κακοκαιρία. Όμως το τζιτζίκι άρχισε να τραγουδάει με βραχνή φωνή και να καλύπτει τη φωνή του μυρμηγκιού που ανήμπορο να του εξηγήσει γύρισε στη φωλιά του. Δεν ξαναβγήκε όλη την εβδομάδα αφού κρύωνε και σιγά σιγά το τζιτζίκι σταμάτησε να τραγουδάει αφού δεν έβλεπε πια πουθενά το μυρμήγκι. Μετά από μια βδομάδα είχε ξεχάσει τα λόγια του τραγουδιού του και το μυρμήγκι του είπε πως καλύτερα να δίνει μεγαλύτερη σημασία στα λόγια για να τα θυμάται, αυτή τη φορά ακούστηκε αλλά το τζιτζίκι πάλι δεν είχε ακούσει τίποτα. Ανίκανο να απαντήσει έπεσε απ' το δέντρο και ξάπλωσε φαρδύ πλατύ στο χώμα χαλώντας τη φωλιά του μηρμυγκιού.

Wednesday, May 6, 2009

Ρέκβιεμ για την Αχμάτοβα

Χαρτί από πέτρα
η ζωή
φτάνει στη μαύρη θάλασσα
μελανιασμένη
σπάνια επιπλέουσα,
ώσπου να ενωθεί
με τους ζόφους της
και τ' αλμυρά σκιρτήματα
να σβήσει.

Κυλάει αφρίζοντας ο Γιενισέι.

Πάντα κυλάει
και χάνεται.

Friday, April 24, 2009

Πωλ Ελυάρ (απ'τη συλλογή "Εύκολο") :

Φκιάσαμε τη νύχτα κρατάω το χέρι σου ξαγρυπνώ
Σε στηρίζω με όλες μου τις δυνάμεις
Χαράζω πάνω σ' έναν βράχο το άστρο με τις δικές σου δυνάμεις
Βαθιά αυλάκια όπου η καλοσύνη του κορμιού σου θα βλαστήσει
Λέω του εαυτού μου την κρυφή φωνή σου τη δημόσια φωνή σου
Ακόμα γελάω με κείνη την αγέρωχη
Που τη μεταχειρίζεσαι σα ζητιάνα
Τους τρελούς που σέβεσαι τους απλούς που συγχρωτίζεσαι
Και μες στο κεφάλι μου όταν σιγά σιγά συμφωνεί με το δικό σου με τη νύχτα
Θαυμάζω την άγνωστη που γίνεσαι
Μια άγνωστη όμοια με σένα όμοια με ό,τι αγαπώ
Που είναι πάντα καινούριο.

μετάφραση: Μάτση Χατζηλαζάρου

Monday, April 20, 2009

Ο Κύκνος

Κύκνειο άσμα απέραντης καταιγίδας
αφρός της μετέωρης παγίδας
και δύση της χρηστής εφεύρεσης
προς το αύριο

Εφέ μιας οπτασίας εσωτερικής
έσυραν τα παλλόμενα σύννεφα
ως το τέλος της γραμμής

Μια στρατιά ασμάτων
προς την ομορφιά της μόνης ένωσης
έφερε το Θεό σε αμηχανία

Ζώο που θέλησες να σμίξεις με τον εαυτό σου τόσο
ώστε να τον ανάγεις σε μοναδικό, απροσπέλαστο,
αιώνια όμοιο,
με σένα το ίδιο.

Saturday, April 11, 2009

Επεισόδιο

Στραμμένος στη φυγή της καταιγίδας
καθώς διαλύονται τα σύννεφα
κι εγώ που έψαχνα το δρόμο αναμεσά τους
γυμνός μέσα στη θεομηνία
τώρα τι να διακρίνω σε τέτοιο ορίζοντα;

Και προχωράω με εικόνες πεθαμένες
στο τώρα μου ματαιωμένες
μα επίμονα δικαιώνω το κάθε μου βήμα
-ποτέ δεν πρόδωσε άνθρωπος το εγώ του-

Άνθρωπος τότε, τώρα
ερπετό με λογική θηλαστικού,
χαμαιλέοντας με συνονθύλευμα χρωμάτων.

Μάρτιος '09

Wednesday, April 8, 2009

Το ξεγέλασμα μιας πεταλούδας

Το φύλλο σαν από καιρό να περίμενε, υποδέχτηκε μια χαμένη πεταλούδα. Το βάρος της μόνο να το φανταστείς μπορούσες. Το χρώμα της πολύχρωμο, μα η αφέλειά της μοναδική. Παρακαλούσες να μείνει εκεί για όσο κρατάνε τα βλέφαρά σου μα την ίδια στιγμή περίμενες πως και πως να την προλάβεις να πετάξει και να δεις τα φτερά της να αφήνουν πολύχρωμες στιγμές στον ουρανό. Και μην μπορώντας την αναμονή, η εικόνα αυτή σε κέρδισε, και η πεταλούδα πέταξε κι έμεινε μόνο μια γλάστρα.

Friday, April 3, 2009

Ηνίοχος υβριστής

Ένας ηνίοχος παλεύει με τη σκουριά
χρεώνει τα ηνία
και ψάχνει δρόμο ανοιχτό
να τρέξει σαν άλογο.

Όπως έτρεξε άφοβα
να δώσει χρησμό στον Απόλλωνα,
κοιτώντας κατάματα το Θεό
που τόσο Τον ζήλεψε

κι έγινε αστερισμός.

Friday, March 20, 2009

Για κάποια Μόνα Λίζα

Με κοιτάς με μάτια κρυμμένου έρωτα,
με μεθάς μυστήρια.

Άσεμνα σ' αφήνω,
να κατεβαίνεις κι άλλο τα σκαλοπάτια.
Αλλά δεν έχω κατώφλι,
και δεν ξέρω να σου πω σταμάτα.

Βυθίζεσαι,
φωτισμένη με ελπίδες από γιασεμί.
Γλυκαίνεις,
μπροστά στην κουλουριασμένη γάτα μου.

Κι όλο χαμογελάς,
αν και κλαις.

Ήθελες να ταξιδεύεις στα ζωγραφισμένα όνειρα
μα το τοπίο κρύβεται πίσω σου,
και δεν μπορείς να τρέξεις να το βρεις,
καθηλωμένη στην τελειότητά σου.

Μα οι άνθρωποι στέκονται μπροστά σου
κι εσύ -διχασμένη-
δε θες να χάσεις ούτε στιγμή απ' το αντικαθρέφτισμα των ματιών τους,
ο μόνος τρόπος να ταξιδεύεις.

Απρόσκοπτες ματιές του εφήμερου.
Πόσο ν'αντέξει το μυστήριo όταν το τυφλώνουν με προβολείς
και το γιορτάζουν με πυροτεχνήματα;
Πως να σε πω αγία και να μη βλασφημήσω ξέροντας πως όλοι άγιοι είναι;

Κι όλο χαμογελάς,
αν και κλαίω,
γιατί μ' έχει καταπιεί η σιωπή.

Friday, March 13, 2009

Για την Ακρόπολη. Aλμπέρ Καμύ:

27 [Απριλίου 1955]

Με την ανατολή, άνεμος, σύννεφα και ήλιος. Μερικά ψώνια. Ο χαριτωμένος διερμηνέας μου, εικοσιενός ετών, που με την αξιολάτρευτη φρεσκάδα του ("σας είπα ότι ήμουνα κοντά στο ξενοδοχείο, αλλά δεν ήταν αλήθεια και έτρεχα συνέχεια για να μην αργήσω, γι' αυτό είμαι λαχανιασμένος") με κατακτά και τον υιοθετώ.

Ακρόπολη. Ο άνεμος έδιωξε όλα τα σύννεφα, και το φως ολόλευκο και ολόγυμνο πέφτει από τον ουρανό. Παράξενο αίσθημα που διαρκεί ολόκληρο το πρωινό ότι είμαι εδώ από χρόνια, σαν στο σπίτι μου άλλωστε, χωρίς καν να με ενοχλεί η διαφορά της γλώσσας. Ανεβαίνοντας στην Ακρόπολη αυτή η εντύπωση μεγαλώνει καθώς διαπιστώνω πως πηγαίνω "σαν γείτονας" χωρίς συγκίνηση.

Εκεί επάνω είναι αλλιώς. Στους ναούς και στην πέτρα του εδάφους που ο άνεμος μοιάζει να τα λείανε κι αυτά ως το κόκκαλο, το φως στις έντεκα η ώρα πέφτει άπλετο, αναπηδά, θρυμματίζεται σε χιλιάδες σπαθιά άσπρα και καυτά. Το φως σκάβει τα μάτια, τα κάνει να δακρύζουν, μπαίνει στο σώμα με οδυνηρή ταχύτητα, το αδειάζει, το ανοίγει σαν να το βιάζει μ' έναν τρόπο εντελώς φυσικό, και ταυτόχρονα το καθαρίζει. Τα μάτια συνηθίζουν και ανοίγουν σιγά σιγά και η αλλόκοτη (ναι, αυτό είναι που μου προκαλεί κατάπληξη, η εξαιρετική τόλμη ετούτου του κλασσικισμού) ομορφιά του τόπου εισχωρεί σε ένα πλάσμα εξαγνισμένο, οξειδωμένο από το φως.

Τότε οι βαθυκόκκινες παπαρούνες που δεν είχα δει ποτέ ως τότε κι ανάμεσά τους μία να φυτρώνει κατευθείαν, μοναχική πάνω στη γυμνή πέτρα, [δυσανάγνωστη λέξη] οι μολόχες, και, σημαδεμένος από τέλειες προοπτικές, ο χώρος ως τη θάλασσα. Και το πρόσωπο της δεύτερης Κόρης, η λυγισμένη κνήμη της τρίτης, στο Ερέχθειο...

Αντιστεκόμαστε εδώ στην ιδέα ότι η τελειότητα επιτεύχθηκε εκείνη την εποχή κι ότι από τότε ο κόσμος δεν έπαψε να παρακμάζει. Όμως αυτή η σκέψη στο τέλος συντρίβει την καρδιά. Πρέπει ξανά και πάντοτε να την αποκρούουμε. Θέλουμε να ζήσουμε, ενώ το να πιστεύεις αυτό, είναι θάνατος. Το απόγευμα ο Υμηττός χρώμα μενεξεδί. Η Πεντέλη. Εφτά η ώρα. Διάλεξη*. Δείπνο σε ταβέρνα της Πλάκας.

*Η διάλεξη-συζήτηση που έδωσε ο Καμύ στο Γαλλικό ινστιτούτο το 1955 με τη συμμετοχή των Α. Κατακουζηνού, Ε. Παπανούτσου, Κ. Τσάτσου, Γ. Θεοτοκά, Φ. Βεγλέρη και Ν. Χατζηκυριάκου-Γκίκα κυκλοφορεί απ' τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια με τίτλο: ΑLBERT CAMUS, ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, Μια συζήτηση στην Αθήνα, 1955.

Πηγή: ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΑΛΛΩΝ ΤΑΞΙΔΙΩΤΩΝ. Εκδ. Ολκός, Αθήνα 1995. σσ 296-297.

(Η Ακρόπολη άνοιξε χθες, με τη λήξη του πολυήμερου αποκλεισμού της -άρχισε στις 26 Φεβρουαρίου- μετά και από την παρέμβαση του Κ. Παπούλια)

Wednesday, March 11, 2009

Ευθανασία

Βγήκε απ' το αμάξι και στεκόταν στον άδειο δρόμο.
Η αντανάκλαση του φωτός στο χιόνι αποκρυστάλλωσε αυτόματα κρυφές μνήμες του.
Ασύμφορες, ανερμάτιστες, χάραξαν το νου με την έμφυτη ικανότητά τους να διχάζουν το χρόνο.
Άδολα, αυθόρμητα χαμόγελα εφόρμησαν κι εκπυρσοκρότησαν πάνω στο γυμνασμένο του εγώ,
αν και το περίστροφο παρέμενε αθόρυβα κρυμμένο στο ντουλαπάκι.
Εξαγνισμένες εικόνες ενός παρελθόντος δικού του
μα τόσο ξένου,
μεσημέρια που έτρεχε στην αγκαλιά του πατέρα με όλο τον παιδικό του ενθουσιασμό.
Ενθουσιασμό που πέρασε από πολλά στάδια εξέλιξης για να μεταμορφωθεί σε σοβαρότητα.
Ο πατέρας τώρα ψυχορραγούσε στο νοσοκομείο κι εκείνος -έρμαιος στο παγωμένο άγνωστο-αδυνατούσε να συνεχίσει βορειότερα.
Ο λύκος στο περιθώριο του δρόμου είχε χτυπηθεί από κάτι πιο απότομο κι απ' τον καρκίνο του πατέρα.
Απ' την βιασύνη του ανθρώπου να ζήσει.
Το όνειρο, τον ελεύθερο χρόνο, τις αγκαλιές των δικών του, το αύριο.
Το αύριο που σίγουρα θα έρθει, μόνο που δεν αποτελούμε προϋπόθεσή του.
Κι αφορισμένος από αυτό,
ο λύκος εξαντλούσε τις τελευταίες του αναπνοές κοιτώντας τον με βλέμμα ραγισμένο.
Αγνώμων για το θάνατο που με κατεύθυνση προς βορρά άφησε τα κόκκινα ίχνη του στο άλλοτε στιλπνό του σώμα.
Κι εξακολουθούσε να στέκεται καρφωμένος απέναντί του, ανήμπορος να δώσει την παραμικρή
βοήθεια, ασάλευτος μπροστά στο θέαμα του ύστατου πόνου, της πληγωμένης ζωτικότητας.
Αγχωμένος μήπως δεν προλάβει τον πατέρα του ζωντανό
κι ανυπόμονος να του δώσει όσες αγκαλιές συνωστίζονταν όλα τα χρόνια που μεγάλωνε.
Ο λύκος θα παρέμενε αβοήθητος,
καταδικασμένος στην ακινησία.
Ούτε θα ξαναέμπαινε στο σκισμένο απ' το δρόμο δάσος.
Η καρδιά του ακουγόταν δυνατά, απέλπιδα.
Αυτόκλητος εκτελεστής του θανάτου που δεν πρόλαβε ν' αφήσει το στίγμα του σ' αυτό το τυχαίο σημείο της διαδρομής του ανθρώπου για το αύριο,
μπήκε στο αμάξι, πήρε το περίστροφο και πυροβόλησε το άμοιρο ζώο.
Σίγουρος ότι ξεψύχησε,
συνέχισε το δρόμο του προς βορρά.
Χωρίς να ξέρει αν το χιόνι ή τα δάκρυα μούσκεψαν το πρόσωπό του.

Thursday, March 5, 2009

Τάσος Λειβαδίτης: Μάχη στην άκρη της νύχτας (1952)

πως θα ξαναπιστέψουμε στον κόσμο
τι ώρα νά' ναι.

ένα καμιόνι με κουραμάνες
η μια δίπλα στην άλλη
δε θα κρυώνουν
δώσ' μου το χέρι σου.

ας το μαρτυρήσει όποιος σωθεί
ο κόσμος απόψε ήτανε λάσπη
δώσ' μου το χέρι σου.

πικρή νύχτα
σαν την αδικία πικρή.

ο ουρανός απόψε είναι τυφλός.

πικρή νύχτα
σαν την ταπείνωση πικρή.

Ένας άνθρωπος καίγεται
ένας άνθρωπος φωτίζει τη νύχτα

η ώρα η πιο βαθιά της νύχτας
που ξαναγινόμαστε άνθρωποι.

Για να ζήσουμε
πρέπει ν' αρνηθούμε
πως είναι νύχτα
ν' αρνηθούμε
πως θα ξημερώσει

Κάποιος δείχνει με το δεκανίκι
αλλά δείχνει μακριά.

Άγιο μίσος
δώσ' μου το χέρι σου.

Όταν δε θέλεις να πεθάνεις
ξέρετε τι θα πει
ζωή.

Μας κοίμιζε άλλοτε η μάνα μας
μ' ένα τραγούδι σιγανό
τι κάνατε το τραγούδι αυτό;

Ο κόσμος είναι για την ευτυχία.
σαν μια παλάμη που πότε ζητιανεύει
και πότε σφίγγει σε γροθιά.

Friday, February 27, 2009

Κατάδυση

Τρέχω στη δύση φορώντας ένα όνειρο από χαρτί.

Σερπαντίνες πιάστηκαν στα σύννεφα κι έρμαιοι εμείς
δοθήκαμε στην πτώση.

Όμως το χαρτί έπιασε έδαφος και ξέφτισαν οι ελπίδες,
ποιός να πιστέψει ότι κάποτε είχαμε δεκάδες από αυτές για να θωπεύουμε τη λύπη μας;

Σήμερα η λύπη αποκαλύφθηκε -άστατη κι ανείπωτη όπως πάντα-
κι απορούμε για το πως έφτασε τόσο κοντά μας, τώρα που είμαστε τόσο μακριά.
Σύνορα χιονιού έπλασαν τις νύχτες μας,
σύνορα λάσπης βρώμισαν τους πόθους μας.

Κι απ' τη λάσπη σηκωνόμαστε
μα απ' το φως πως να γλυτώσουμε,
που λιώνει μόνο το χιόνι;

Wednesday, February 25, 2009

Θρήνος του Braulio Arenas για τον Jorge Caceres

Χωρίς να κρεμάσει σε δέντρα τα φρούτα
Χωρίς ν' αναμένει την καλή συμβουλή
Χωρίς καν να προστρέξει σε παράθυρα
Χωρίς να ρέπει προς της αστραπής το μέρος
Χωρίς τις πανοπλίες να πλησιάσει
Χωρίς καρτέρι νά' χει στήσει στον Ιανουάριο
Χωρίς και την πόρτα να στέρξει ν' ανοίξει
Όταν ο Χόρχε έφυγε ταξίδι


(ο Jorge Caceres, ο Rimbaud του νοτιοαμερικανικού υπερρεαλισμού, αυτοκτόνησε σε ηλικία μόλις 26 ετών το 1949)

*πηγή: ΒΙΚΤΩΡ ΙΒΑΝΟΒΙΤΣ:
ΥΠΕΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ "ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΙ", εκδόσεις πολύτυπο, Αθήνα 1986.

Sunday, February 8, 2009

Απολίθωση χιονιού

Περπατήσαμε ως το πέρας του χιονιού κι ανακαλύψαμε δυο πέτρινες ολόσωμες νιφάδες.
Βαλθήκαμε να τις λιώσουμε αλλά η μόνη μας τύχη ήταν ο διαμελισμός τους,
μέλη αμίλητα -κάποτε παγωμένα- που θύμιζαν το ασύνδετο των σαρωμένων μας υπάρξεων.
Πόσο να αντέξει η πέτρα όταν τη θρυμματίζεις με κύματα εσωτερικής αντανάκλασης;

Thursday, February 5, 2009

ΑδύΝΑτη ΠΝΟΗ

Σκισμένος στα βράχια της ανέφικτης
επιστροφής στην αθωότητα
έπλεξα δυο πανωφόρια για να ζεσταθούμε -μα και τα δυο στο νούμερό μου.

Χρήσιμα τα δάκρυα για να ξεπλύνουν τη λύπη σου
και τόσο βαριά για να τ' αντέξει η ανάσα μου.

Αυτόν τον κόμπο ποτέ δεν τον έλυσα,
μόνο τον συνήθισα.

Έκτοτε σου μιλάω σκυφτός,
αλλά σε σκέφτομαι ορθός.

Σε παραλίες αμάραντες και νύχτες κόκκινες,
χωρίς λόγια -εύκολα ο φλοίσβος τα νικούσε-
πόσες πορφύρες πνίγηκαν σε κείνα τα νερά;

Κι ακόμα βουτάω για τα μαργαριτάρια σου αλλά το σκάφανδρο τρύπησε
και δεν αντέχω άλλο να ψάξω, παρά μόνο να βγω στην επιφάνεια
φωνάζοντας τη ζωή που ξέχασα πίσω
αντλώντας λαίμαργα απ' το θάνατό της.

Sunday, February 1, 2009

Πολική με διολίσθηση

Απελευθέρωσέ με από την παρουσία-απουσία σου
δώσε μου λίγο χώρο να απλώσω τα όνειρά μου
κι ευώδιασε την ασύμμετρη απειλή σου με αναμνήσεις
-απ' αυτές που επικαλούμαστε μόνο όταν θέλουμε εμείς.

Κι εγώ θα σου χαρίσω ένα τριαντάφυλλο χωρίς αγκάθια
και θα σου πλέξω με χρυσή δαντέλα γάντια για το κρύο
για να μη φοβάσαι να προχωράς μόνη σου ανάμεσα από πολυκατοικίες
και ν'απαρνιέσαι κάθε τι που σου βαραίνει την πεντάμορφη ψυχή σου
-ψυχή μου.

Saturday, January 24, 2009

Ασφαλιστική δικλείδα

Καλυμμένες στιγμές από μετάξι ζαρωμένο
πως να σταματήσεις την επέλαση της νύχτας;
Αδύναμα χέρια, στερημένοι πόθοι
πως ν' αντικρίσεις το ματωμένο ορίζοντα της δύσης;

Σαν να βρισκόσουν σε ένα κλειδωμένο σύμπαν
με μόνη διέξοδο τη μη-διέξοδο
βρέθηκες να επεκτείνεις τις κλειδαριές προς τα μέσα
μέχρι που ξέχασες απ' έξω την καρδιά σου.

Friday, January 16, 2009

Ιngrediturque solo, et caput inter nubila condit

Έπρεπε να βγει το βλέμμα της κάργιας
ν'ανοίξουν τα πανιά της διαπόμπευσης
ενώ ατάραχος εσύ επέμενες στο ηλιοβασίλεμα
γιατί έπρεπε να μάθεις
να μάθεις πως τίποτα δε γέννησες.

Και τώρα που έφτασες στις άκρες του ουρανού
πατάς στις κορυφές των δέντρων με το κεφάλι σου να υπερβαίνει τα σύννεφα
σκορπώντας τα φύλλα στο στέρφο έδαφος
για να τα μαζέψουν σε όμοιες στοίβες
οι θιασώτες της επίπεδης λογικής.

25/11/08

υγ: Ο τίτλος είναι απ'την Αινειάδα του Βιργιλίου:She (Fame) walks on the earth, and her head is concealed in the clouds. [Lat., Ingrediturque solo, et caput inter nubila condit.] - The Aeneid (4, 177)

Saturday, January 10, 2009

Ένα επίμονο παιδί μαθαίνει...

Ένα επίμονο παιδί ψαχουλεύει στα συρτάρια
ένας μικρός πρίγκιπας με μεγάλα όνειρα -πως να χωρέσουν στα συρτάρια;
κάποια στιγμή κουράζει τα χέρια του κι αρχίζει να βασίζεται περισσότερο στα μάτια του
με το άφθαρτο βλέμμα του βρίσκει τα πιο πολύτιμα αστέρια -αν και του φαίνονται μικρότερα απ' τα συρτάρια

επίμονα ψάχνει το δρόμο γι' αυτά μιας και δεν μπορεί να τα ψαχουλέψει από δω κάτω
μέχρι που μαθαίνει πως δεν υπάρχει κοινός δρόμος και σταματάει να ρωτάει τους μεγάλους
φαντάζεται τότε τον εαυτό του αστροναύτη
αλλά και πάλι μαθαίνει πως κανένας απ' αυτούς δεν έφτασε πιο μακριά απ' το κοινό φεγγαράκι

επίμονα σκέφτεται ώρα πολύ και καταλαβαίνει πόσο μακρύς είναι ο δρόμος
και τότε απλώνει τα όνειρά του στο διάβα
μιας και μόνο το διάστημα
μπορεί να τα χωρέσει.

Saturday, January 3, 2009

έκκληση φωτός

Αστροποιημένο πέταγμα του στραμμένου ονείρου,
κραταιό κοίταγμα του στέρεου ασύμμετρου,
κέρινο χαμόγελο της αχνιστής γοητείας.

Αστράψτε τις ύστατες αχτίδες σας
κι αρπάξτε το δέρας της απάθειας απ' το εμπαιγμένο σαρκίο μου.

Αφήστε μου μονάχα την ασύδοτη ευφροσύνη του ωραίου
μέχρι την εσπερινή σταλαγματιά και τη γήινη ενύπαρξη
για να χειρίζομαι τις ενύπνιες φωτιές μου.

Μέρες άμοιρες

Μέσα από στιγμές που ζυγίζουν τόνους και στρογγυλοκάθονται αυτοβούλως στην πλάτη σου
βρίσκεις τη δύναμη να σηκωθείς και ν' αντικρίσεις τη μοίρα κατά πρόσωπο
γιατί αδυνατείς να πιστέψεις πως δε σε κοιτάει κι αυτή
σαν έμβρυο εσύ μπροστά της χτυπάς στα τοιχώματα της κάθε μέρας.

Δεν την αφομοίωσες -δεν πίστεψες καν ότι υπάρχει διέξοδος προς τα πάνω
για να νιώσεις με τις αισθήσεις της τα πολύχρωμα ευεργετήματά της
πάντα προσπαθούσες να σπάσεις τα τοιχώματα
μέχρι που σε απέβαλαν μαζί με τις εγκλωβισμένες μέρες σου.