Friday, December 30, 2011

Κάτι σαν παιχνίδι

Μα πως γίνεται,
πάντα μου διαφεύγει η πραγματικότητα;
Εκεί που βρίσκομαι μέσα της
και είμαι έτοιμος να συμμετάσχω
στην ανίκητη πορεία της
κάτι -αόριστο πάντα-
με πιάνει απ' το χέρι
με μετατρέπει σε μωρό παιδί
που η βούλησή του υπαγορεύεται
από κάτι που ποτέ δε θα προσδιορίσει
αλλά πάντα στέκεται ανυπεράσπιστο.
Ίσως να λειτουργεί και σε μένα η νοσταλγία
-αν και νόμιζα πως μ' αφορά μόνο το μέλλον-
τουλάχιστον σ' ένα βαθμό τέτοιο
που να θαυμάζω
μόνο την παιδική ηλικία.


Σεπτέμβριος '09

Friday, December 16, 2011

Ποίηση

καταγραφή αισθήσεων
στίχοι καρφιά
που γίνονται πόδια
και κάθονται
καρέκλες
και κάποτε στρώματα
μήπως και βολέψεις
κάπου
την καρδιά σου.

Σεπτέμβριος '10

Wednesday, December 7, 2011

1
Κάθε άνθρωπος κι ένα καταφύγιο
μέχρι που οι άνθρωποι εξανθρωπίστηκαν
κι έμεινα ν' αγαπάω τη φυγή.
2
Μίσησα κάθε στιγμή
που δεν μπόρεσα να κοιτάξω κατάματα.
3
Όση αγάπη και να προσφέρεις
πάντα θα υπάρχει κάτι που ξέχασες ν΄ αγαπήσεις.
4
Φωτίστηκε η νύχτα
με το που τα μάτια σου
μιμήθηκαν τ'αστέρια.


Σεπτέμβρης '10

Wednesday, November 23, 2011

Από πότε πρέπει να νιώθω ότι σ' έχω
για να φέρω την ημέρα στα πόδια μου;
Από πότε χρειάζομαι τη φωτιά
για ν' ανάψω την ψυχή μου;
Ποτέ δεν έμαθα
να μετρώ πνοές.

25/9/10

Saturday, November 12, 2011

Δε θυμάμαι τίποτα
απ' το κελάηδισμά τους
ούτε μια νότα δεν κράτησα
πέρα απ' την αίσθηση αυτή
που δέσμιο με κρατάει
κι επιβάλλει το τραγούδι της
στην όρασή μου.


24/9/10

Monday, October 31, 2011

(άτιτλο)

Επιτάχτηκε η νύχτα
δούλος της εγώ
κι εσύ
όλοι μας
που κάποτε γευτήκαμε το χρώμα της
αρθρώσαμε το φωνήεν της
κι αφήσαμε ένα συριγμό
ν' ακολουθεί το ξημέρωμα.

23/9/10

Tuesday, October 18, 2011

Ερωτισμός στο κενό

Τα μάτια σου είναι κύκλοι
όπου χάνω το είδωλό μου.

σεπτέμβριος '10

Wednesday, September 21, 2011

Φ. Γ. Λόρκα (1899-1936)

ΦΕΓΓΑΡΙ ΚΑΙ ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΩΝ ΕΝΤΟΜΩΝ
(ερωτικό ποίημα)


Το φεγγάρι πάνω στη θάλασσα παιχνιδίζει,

μες στο πανί βογκάει ο άνεμος

που τόσο ανάλαφρα ανασηκώνει

τ' ασημένια και γαλάζια κύματα.

ΕΣΠΡΟΝΘΕΔΑ


Η καρδιά μου θα 'χε το σχήμα παπουτσιού

αν το κάθε χωριό είχε μια σειρήνα.

Αλλά η νύχτα είναι ατέλειωτη σαν ακουμπάει πάνω στους

αρρώστους

και υπάρχουν καράβια που θέλουν να τα κοιτάζουν για να μπορούν

να βουλιάζουν ήσυχα.


Αν ο αέρας φυσάει ανάλαφρα,

η καρδιά μου έχει τη μορφή κοπελίτσας.

Αν ο αέρας αρνιέται να βγει από τους καλαμιώνες

η καρδιά μου έχει τη μορφή χιλιόχρονης ταυρίσιας κοπριάς.


Σία, σία, σία, σία,

για το τάγμα με τις άνισες κόψεις

για ένα τοπίο από ενέδρες καμωμένες σκόνη.

Νύχτα ισάξια με το χιόνι, με τα μετέωρα συστήματα.

Κι η σελήνη.

Η σελήνη!

Μα όχι, όχι η σελήνη.

Η αλεπού των καπηλειών,

ο Γιαπωνέζος κόκορας που έφαγε τα ίδια του τα μάτια,

τα μασημένα χορτάρια.


Δεν μας σώζουν τα σκουλήκια πάνω στα τζάμια,

ούτε τα βοτανολόγια, σ' αυτά που ο μεταφυσικός

βρίσκει τις άλλες πλαγιές του ουρανού.

Τα σχήματα είναι μια απάτη. Υπάρχει μόνο

ο κύκλος των στομάτων του οξυγόνου.

Κι η σελήνη.

Τα έντομα,

οι μικροσκοπικοί νεκροι στις όχθες,

πόνος σε μάκρος,

ιώδιο σ' ένα σημείο,

τα πλήθη πάνω στην καρφίτσα,

το γυμνό που ζυμώνει το αίμα όλων,

κι ο έρωτάς μου που δεν είναι ούτε άλογο, ούτε κάψιμο,

πλάσμα σπαραγμένου στέρνου.

Ο έρωτάς μου!


Να, τραγουδούν, φωνάζουν, βογκούν: Πρόσωπο. Το πρόσωπό σου!

Πρόσωπο.

Τα μήλα είναι μοναδικά

οι ντάλιες είναι ολόιδιες,

το φως έχει μια τελειωμένη μεταλλική γεύση

και το στρατόπεδο μιας ολόκληρης πενταετίας θα χωρέσει στην παρειά ενός νομίσματος.

Αλλά το πρόσωπό σου σκεπάζει τους ουρανούς του συμπόσιου.

Τραγουδούν, φωνάζουν, βογκούν,

σκεπάζουν, σκαρφαλώνουν, φοβίζουν!


Πρέπει να πάμε, και γρήγορα! από τα κύματα, απ' τα κλαδιά,

από τους ακατοίκητους δρόμους του μεσαίωνα, που κατεβαίνουν

στο ποτάμι,

από τα μαγαζιά γουναρικών, που αντηχεί ένα κέρας πληγωμένης

αγελάδας,

από τις σκάλες, άφοβα! Απ΄τις σκάλες.

Ένας άνθρωπος πελιδνός κολυμπάει στη θάλασσα,

είναι τόσο τρυφερός, που οι αντανακλαστικοί καθρέφτες τού

φάγανε παιγνιδίζοντας την καρδιά.

Και στο Περού ζουν χίλιες γυναίκες, ω έντομα! που μέρα-νύχτα

κάνυν νυχτωδίες και παρελάσεις διασταυρών0ντας τις ίδιες τους

τις φλέβες.


Ένα μικρό διαβρωτικό γάντι με σταματάει. Φτάνει!

Μες στο μαντίλι μου άκουσα το κρακ

της πρώτης φλέβας που σπαζει.

Φρόντισε τα πόδια σου, αγάπη μου, τα χέρια σου!

αφού πρέπει να παραδώσω το πρόσωπό μου,

το πρόσωπό μου, το πρόσωπό μου. Αχ το φαγωμένο πρόσωπό μου!


Αυτή η αγνή φωτιά για τον πόθο μ0υ,

αυτή η σύγχυση προς χάρη της ισορροπίας,

αυτός ο αθώος πόνος μπαρούτης μες στα μάτια μου,

θα ξαλαφρώσει τα νεφελώματα μιας άλλης καρδιάς.

Καταβροχθισμένης από τα νεφελώματα.


Δε μας σώζουν οι άνθρωποι των μαγαζιών που πουλούν

παπούτσια,

ούτε τα τοπία που γίνονται μουσική στην επαφή των οξειδωμένων

κλειδιών.

Είναι απάτη οι άνεμοι. Υπάρχει μονάχα

στην ταβανοκάμαρα ένα μικρό λίκνο

που όλα τα θυμάται.

Κι η σελήνη.

Μα όχι, όχι η σελήνη.

Τα έντομα,

τα έντομα μονάχα,

τρίζοντα, δαγκάνοντας, αναριγώντας, συναθροισμένα,

και η σελήνη

μ' ένα γάντι από καπνό, καθισμένη στην πόρτα των ερειπίων της.

Η σελήνη!


Νέα Υόρκη, 4 Ιανουαρίου 1930



* μετάφραση Κ. Πολίτη, εκδ. Εκάτη

Monday, September 5, 2011

(άτιτλο)

Είμαστε κάτι στριμωγμένα όνειρα
που αγγίζουμε για πάντα ουρανό
φιλάμε ολόσωμα το χώμα
διασύρουμε την πίκρα μας στο χώρο
μέχρι να λάμψει αστέρια
η φυγή μας.


σεπτέμβριος '09

Tuesday, August 23, 2011

(άτιτλο)

Φυλάω βαθιά την πίστη μου
νά' χει να θυμάται η πνοή μου
πως να καθρεφτίζει οράματα
εφήμερα καινούρια και δοσμένα
στην γλυκιά θύμηση που φέρνει το πρόσωπό σου
ας μη σ' έχω δει
κι ούτε θα σε δω
πραγματικά.


10/9/09

Tuesday, August 2, 2011

Περιοδική ακτινοβολία

Ένας ήλιος στο παράθυρό σου
θυμίζει την ομορφιά
που είχες όλη δική σου
ένα μεσημέρι που χάθηκες
στα ηλιοτρόπια
μ' ενα σώμα
ολοστρόγγυλο
αποφασισμένο να τον μαγνητίσει
και τώρα ο ήλιος τρεμοπαίζει
στο διπλανό παράθυρο.

24.8.09

Thursday, July 28, 2011

(άτιτλο)

Στο απέραντο της θάλασσας έχτισα το σπίτι μου
βορά στους ανέμους στη δημοκρατία της
με τις πέτρες να δίνουν συναυλία στις ακτές της
ανοίγει η αγκαλιά του κόσμου.


23.7.09

Thursday, July 14, 2011

Πνιγμός στο χώμα

Επιμένουν τα χείλη στην επαφή
τσακίζονται πάνω τους τα πρέπει μας
και ορίζοντας την ευτυχία
βουτάμε ξανά κι ας είναι τα μαργαριτάρια
πιο βαθιά απ' την άμμο.

19.7.09

Monday, July 4, 2011

(άτιτλο)

Ξεθόλωσε ο ουρανός
χαράχτηκε μ' ευκολία τ' όνομα σου
πράσινο και γάλαζιο σ' αγκάλιασαν
κι ως το τέλος των χρωμάτων σε βρίσκω
μέχρι την πνοή που θα σου χαρίσω σε βρίσκω
και το καράβι μου δε χρειάζεται ανέμους
αρκεί των αστεριών σου το βλέμμα.


12.7.09

Monday, June 20, 2011

Antonin Artaud(1896-1948), Friedrich Nietzsche(1844-1900), Wilhelm Reich(1897-1957)

Υπάρχει στο είναι

κάτι το ξέχωρα προκλητικό για τον άνθρωπο

κι αυτό το κάτι είναι ακριβώς.

Α. Αρτώ

Καλύτερα να πηγαίνεις στις μύτες των ποδιών σου

Παρά με τα τέσσερα!

Καλύτερα να περνάς από μια κλειδαρότρυπα

Παρά από ορθάνοιχτες πόρτες!

(Νίτσε, Χαρούμενη Γνώση, ποίημα με τίτλο ΒΑΣΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΩΝ ΠΟΛΥ ΕΚΛΕΠΤΥΣΜΕΝΩΝ)

Καίγομαι και τρώω τον εαυτό μου.

Ό,τι πιάνω γίνεται φως

Ό,τι αφήνω είναι στάχτη:

Φλόγα είμαι, σίγουρα!

(Νίτσε, Χαρούμενη Γνώση, απ’ το ποίημα ECCE HOMO)

Το δηλητήριο που σκοτώνει τις πιο αδύναμες φύσεις δυναμώνει τις ισχυρές – οι οποίες επίσης δεν το ονομάζουν δηλητήριο. (Νίτσε, Χ.Γ., σ. 68)

Αυτό με το οποίο θέλει να δώσει τις αποδείξεις της η ηθική το αναιρεί την ίδια στιγμή μέσω του κριτήριού της για το τι είναι ηθικό! (Νίτσε, Χ.Γ., σ. 72)

Η διαφθορά είναι απλώς μια άσχημη λέξη για το φθινόπωρο ενός λαού. (Νίτσε, Χ.Γ., σ. 77)


Να ξεμπερδέψουμε με την υπόθεση των πράξεών μας

με το πεπρωμένο

και με την επικρατούσα

εξουσία

σημαίνει ότι επιβάλλουμε

τη θέλησή μας

μ έναν τρόπο

τόσο καινούριο

για να δείξουμε ότι η ρυθμική τάξη των πραγμάτων και της έκβασης που έχουν τα πράγματα άλλαξαν την πορεία τους

(Αρτώ, Γ.Υ.Θ., σ. 36)

«Το να βρεθεί κάποιος, έστω και για λίγο, μόνος σ’ ένα δωμάτιο μ’ ένα ανθρώπινο πλάσμα του αντίθετου φύλου, χωρίς εκείνη να φοβηθεί πως εκείνος θα της επιτεθεί, είναι κάτι που ούτε καν περνάει απ’ το μυαλό του θωρακισμένου ανθρώπου» (Ράιχ, Δ.Χ., σ. 52)

«Η συζυγική αγάπη δεν έχει καμιά σχέση με την άδεια γάμου. Η ανάπτυξη της συζυγικής αγάπης είναι απλή. Εύκολα κατορθώνεται» (Ράιχ, Δ.Χ., σ. 54).

«Ναι, Ανθρωπάκο, σου είναι πιο εύκολο να καταβροχθίσεις την ευτυχία σου παρά να την προστατέψεις» (Ράιχ, Α.Α., σ. 38).

«Αυτός είσαι συ, Ανθρωπάκο. Καλός είσαι στο να κερδίζεις, στο ν’ αδειάζεις με την κουτάλα κάτι έτοιμο, αλλά να δημιουργείς, είσαι ανίκανος. Γιαυτό είσαι αυτό που είσαι. Γιαυτό περνάς όλη σου τη ζωή μέσα σ’ ένα γραφείο, ή μπροστά σ’ ένα ταμπλώ σχεδίων, ή μέσα σ’ ένα συζυγικό σακάκι, ή σε μια αίθουσα διδασκαλίας να μαθαίνεις γράμματα τα παιδιά που μισείς» (Ράιχ, Α.Α., σ. 42).

«Για ρίξει μια ματιά στους πατριώτες σου: δεν περπατάνε, πηγαίνουνε μαρς. Δεν μισούν τον εχθρό˙ έχουν "εχθρούς κληρονομιάς" που ανταλλάζουν κάθε δέκα χρόνια, κάνοντάς τους "φίλους κληρονομιάς", και ξανά "εχθρούς κληρονομιάς"» (Ράιχ, Α.Α., σ. 43).

«Το φυσικό, το "θεϊκό", το "καλό", παραμένουν απρόσιτα, επειδή ο ανθρώπινος χαρακτήρας δεν είναι δομημένος σύμφωνα με τις ανάγκες του, αλλά σύμφωνα με την επιφανειακή, παρορμητική και άσκοπη ανορθολογικότητα» (Ράιχ, Π.Μ., σ. 78)

«Η φύση: δηλαδή, να τολμάς να είσαι μη ηθικός όπως η φύση» (Νίτσε, Θ.Δ., σ. 107).

«η ανελεύθερη θέληση απαιτεί μια ξένη θέληση» (Νίτσε, Θ.Δ., σ. 123)

«"Εκτός αν γίνετε σαν τα μικρά παιδιά": ω, πόσο πολύ απέχουμε απ’ αυτή την ψυχολογική αφέλεια!» (Νίτσε, Θ.Δ., σ. 167)

«Πότε και πού έμοιασε ένας άνθρωπος κάποιας σπουδαιότητας με το χριστιανικό ιδεώδες; (…) –ας ξεφυλλίσουμε όλους τους ήρωες του Πλουτάρχου» (Νίτσε, Θ.Δ., σ. 184).

«ζούμε στην εποχή της σύγκρισης, (..) η ενστικτώδης δραστηριότητά μας είναι να συγκρίνουμε ένα ανήκουστο αριθμό πραγμάτων» (Νίτσε, Θ.Δ., σ. 184)

«Η δυσπιστία στρέφεται προς τις εξαιρέσεις» (Νίτσε, Θ.Δ., σ. 230).

«για να μπορεί ο άνθρωπος να σέβεται τον εαυτό του, πρέπει να είναι ικανός να γίνει και κακός» (Νίτσε, Θ.Δ., σ.236).

«Μια απορριπτέα πράξη σημαίνει: ένας αποδοκιμαζόμενος κόσμος γενικά…» (Νίτσε, Θ.Δ., σ.239).

«Πρέπει να είναι κανείς αρκετά φιλόσοφος για να θαυμάζει ακόμη και αυτό το μηδέν» (Νίτσε, Θ.Δ., σ. 245)

«εμείς βλέπουμε κάτι άλλο στην καρδιά των πραγμάτων: την αινιγματική φύση μας, τις αντιφάσεις μας, τη βαθύτερη, πιο οδυνηρή, πιο δύσπιστη σοφίας μας» (Νίτσε, Θ.Δ., σ. 256).

«Όποιος βρίσκει εύκολα την αρετή, γελά επίσης μαζί της» (Νίτσε, Θ.Δ., σ. 256).

«Δεν είναι θέμα να προπορεύεσαι, (…) αλλά να είσαι ικανός να πηγαίνεις μόνος, να είσαι ικανός να είσαι διαφορετικός» (Νίτσε, Θ.Δ., σ. 283).

«"Από τους καρπούς τους θα τις γνωρίσετε" – δηλαδή, τις "αλήθειες" μας: αυτός είναι ο συλλογισμός των ιερέων μέχρι σήμερα» (Νίτσε, Θ.Δ., σ. 308).

«το σκιάχτρο του αρχαίου φιλοσόφου: ένα φυτό αποσπασμένο από κάθε έδαφος˙ μια ανθρώπινη φύση χωρίς ιδιαίτερα ρυθμιστικά ένστικτα˙ μια αρετή που "αποδεικνύεται" με λόγους. (…) Ο Σωκράτης είναι η στιγμή της βαθύτερης διαστροφής στην ιστορία των αξιών. (…) Υπάρχει κάτι το ανάρμοστο στο να δείχνεις όλα τα χαρτιά σου» (Νίτσε, Θ.Δ., σ. 340).

«Κατά βάθος, η ηθική είναι εχθρική προς την επιστήμη» (Νίτσε, Θ.Δ., σ.353)

«Πρέπει να πηγαίνει κανείς το θάρρος και την αυστηρότητά του τόσο μακριά ώστε να αισθάνεται μια τέτοια υποταγή όπως μια ντροπή» (Νίτσε, Θ.Δ., σ. 363).

»…Argentée, légère, telle un poisson ;

Ma barque, à présent, vogue dans l’espace. »

Friedrich Nietzsche

»…Επάργυρη, ανάλαφρη, ίδια ένα ψάρι˙

Η βάρκα μου, στο παρόν, πλανεύεται μέσα στο χώρο.»


πηγές: Friedrich Nietzsche, Η Χαρούμενη Γνώση, εκδ. Εξάντας. 1882. (Χ.Γ.)

Friedrich Nietzsche, Η θέληση για δύναμη, εκδ. Βάνιας. (Θ.Δ.)

Karl Jaspers (1883-1969), Friedrich Nietzsche. 1936.

Wilhelm Reich, Άκου Ανθρωπάκο, εκδ. Πύλη. 1945. (Α.Α.)

Antonin Artaud, Για να τελειώνουμε με την υπόθεση του Θεού, εκδ. Αιγόκερως. 1948. (Τ.Υ.Θ.)

Wilhelm Reich, Ta παιδιά του μέλλοντος, εκδ. Αποσπερίτης. 1950. (Π.Μ.)

Thursday, June 16, 2011

(άτιτλο)

Διασύρθηκε το σαρκίο του ουρανού
ως τις πιο μετανιωμένες παραλίες
εμποτισμένες δάκρυα φυγής
ανολοκλήρωτης.

11.07.09

Friday, June 10, 2011

Προσωπογραφία

Εκ φύσεως δραστική
η λεκτική σου υπόσταση
επιμένει στο χρωμάτισμα του κόσμου
με κάρδαμο
και άσεμνα χαμογελά
στην πιο θνητή πραγματικότητα
αφού πάντα πεθαίνει ο κεραυνός.


13.7.09

Sunday, May 29, 2011

Νίκος Εγγονόπουλος


Περί Ύψους

Certes, I’ artiste désire s’ élever,... mais I'homme doit rester obscur.
PAUL CÉZANNE

Ο ιταλός πυροτεχνουργός έχει εγκαταστήσει το λιτό κι’ απέριττο, το φτωχικό εργαστήριο του, επί της κορυφής του αττικού λόφου. Εκεί ασχολείται νυχθημερόν με τα άπειρα πειράματά του και με την παρασκευή των διάφορων προϊόντων του επιτηδεύματός του: βαρελότα, χαλκούνια, και άλλα «μαϊτάπια». Γιατί αυτός είναι που προμηθεύει τους πανηγυριστάς τις παραμονές των μεγάλων εορτών της Ορθοδοξίας, αλλά κι’ αυτός είναι, πάλι, που, τις νύχτες των εθνικών επετείων, διακοσμεί τους ουρανούς μας με λογής-λογής φανταχτερά λουλούδια, μ’ εκθαμβωτικά πλουμιά και με ταχύτατες ρουκέττες που καταλήγουν σε μυριόχρωμη βροχή από σπίθες. Σπανίως εγκαταλείπει το έργον, όμως, τα βράδυα, ενίοτε, περιφέρει τη σακατεμένη κι’ αλαμπουρνέζικη σιλουέττα του, από καπηλειό σε καπηλειό, χρησιμοποιώντας, κατά προτίμηση, τα σκοτεινότερα στενά της αγοράς. Το επάγγελμά του είναι άκρως επικίνδυνο: πυρίτις, κι’ έσθ’ ότε δυναμίτις, είναι η πρώτη ύλη των εργοχείρων του. Η παραμικρή απροσεξία αρκεί κι’ επέρχεται η τρομερά καταστροφή: μέσα σε εκκωφαντικό κρότο τινάζονται στο καθαρό πρωινό και το εργαστήρι κι’ ο πυροτεχνουργός μαζύ, και βλέπομε να στριφογυρνούν ψηλά στον αέρα, ώρες, κι’ ο Ιταλός και τα σανίδια της μπαράγκας και πηχτά σύννεφα σκόνης, ενώ μιαν έντονη μυρωδιά μπαρούτης απλώνεται παντού.
Όμως ποτέ δεν επέρχεται το μοιραίον, γιατί υπάρχει κάτι. Ένα μ υ σ τ ι κ ό. Κι’ αυτό το μυστικό είναι απλούστατα η σ ύ ζ υ γ ο ς που γ ρ η γ ο ρ ε ί. Πράγματι, η γυναίκα του, δική μας: ευλαβική κι’ ορθόδοξος χριστιανή, ξημεροβραδυάζεται στις εκκλησιές, και κάνει μετάνοιες, κι’ όλο προσεύχεται για δαύτονε. Κι’ έτσι τονέ κρατά στη ζωή.
Μάλιστα, κάτω στην χαράδρα που περιβάλλει τον αττικό λοφίσκο, εκεί, η μαύρη, έχει σπείρει τον κόσμο μ’ αναρίθμητα προσκυνητάρια, τα περισσότερα μαρμάρινα, άλλα ταπεινότερα, όμως όλα με εικόνα Θεοτόκου ή άλλου αγίου, κι’ όλα με μια θυρίδα, για τα λεφτά. Κάθε τόσο συλλέγει υπομονετικά τα χρήματα, και το μεγαλύτερο μεν μέρος διαθέτει γι’ αγαθοεργούς σκοπούς, ενίσχυση απόρων, ανακούφιση ασθενών, αποπεράτωση εκκλησιών, κι’ ένα άλλο μέρος το φυλά προσεκτικά, καθώς σκοπεύει μ’ αυτό, εν καιρώ, ν’ ανεγείρη εκκλησία τιμωμένη με τ’ όνομα της Αγίας Αικατερίνης.
(Πιο πέρα, στη χαράδρα, κάποιος έχει εγκαταστήσει κυψέλες, μελισσιών, σ’ ένα χωράφι, και, πιο πέρα ακόμη, μέσα σε περιβόλι, είναι τα ερείπια μισοχτισμένου αρχοντικού).
Αυτή η ιστορία του Ιταλού είναι κι’ η ιστορία η δικιά μας, Ελένη. Δεν είμαι εγώ ο πυροτεχνουργός; Τα ποιήματά μου δεν είναι Πασχαλινά χαλκούνια, κι’ οι πίνακές μου καταπλήσσοντος κάλλους νυχτερινά υπέρλαμπρα μετέωρα του Αττικού ουρανού; Κι’ όμως, εάν ακόμη δεν με κατασπαράξανε αλύπητα, να πετάξουνε τις σάρκες μου στα σκυλιά, αυτό δεν το χρωστάω σ’ εσένα, στη μεγάλη στοργή σου και στην αγάπη σου; Το ξέρω, μη μου κρυφτείς, το ξέρω σου λέω: π ρ ο σ ε ύ χ ε σ α ι για μένα!
Μάζευε τα λεφτά των προσκυνηταρίων μας και σκόρπαε, με τ’ άγια λευκά σου χέρια, το καλό παντού. Όμως κράτα ένα μέρος, να συγκεντρώσωμε, κι’ εμείς, λίγο-λίγο ένα ποσό, για ν’ ανεγείρουμε μιαν εκκλησιά αφιερωμένη στην Βασίλισσα που είχε τ’ όνομά σου. Εκεί μέσα, σ’ αυτήν την εκκλησία θε να σε παντρευτώ. Γιατί είσαι ωραία, έχεις την πιο ευγενική ψυχή, και σ’ αγαπώ παράφορα.

(Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω, 1957)

Thursday, May 26, 2011

Ανδρέας Εμπειρίκος

Γήπεδον

Στη Μάτση

Είσουν σαν μια σιγή που την διαπερά ο άνεμος. Το τραύμα σου όμως, το είχα επουλώσει και οι λέξεις που λέγαμε, μας πλησιάσανε τόσο, που και η σιγή και το διάκενο των ημερών πριν γνωρισθούμε, χάθηκαν ολοτελώς. Στο γήπεδο της αγάπης μας, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είσαι καλή και η καλλονή σου υπερβαίνει τα όρια της πολιτείας, και φθάνει ίσαμε τα κράσπεδα της χθεσινής σου μοναξιάς, που την κατέλυσες εσύ. Ναι, στο γήπεδον αυτό, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είμαι κοντά σου εγώ και μένω μέσ’ στις ελπίδες σου, όπως μένεις εσύ μέσα στα βλέφαρά μου, όταν κοιμάμαι. Οι λέξεις των άλλων ήρχισαν να μοιάζουν με ξένα πρόσωπα, άγνωστα σε μένα και, ίσως, και σε σένα. Ωστόσο, τι πειράζει. Το κέλυφος του παρελθόντος έσπασε, και βγήκες εσύ, γιομάτη, οριστική και με βελούδο που άφινε ημίγυμνο το στήθος σου. Γι’ αυτό, τούτο το γήπεδον, δεν θα το λησμονήσω ποτέ˙ θα το αγοράσω, και ποτέ δεν θα το πουλήσω. Γι’ αυτό θα σου πω πως είμαι σαν μια πέτρα που την κρατάς εσύ στο χέρι σου. Πέτρα θερμή, παλλομένη με κάθε χτυποκάρδι μου, μέσ’ την ηδύτητα της αφής σου. Όταν ξυπνήσουν μέσα της οι αναμνήσεις άλλων ετών, θα φανούν και στους δυο μας, σαν απολιθωμένα χρονικά της ιστορίας, γιατί και οι πέτρες έχουν την ιστορία τους, όπως και η πέτρα που θα κρατάς εσύ στο χέρι σου. Γι’ αυτό, τούτο το γήπεδον δεν θα το πουλήσω, μα θα το κρατήσω με όλες τις πέτρες του, με όλα τα πετράδια, με όλα του τα στολίδια, και ας ψάχνουν οι άλλοι να βρουν ό,τι γυρεύουνε μέσα στην λυδία λίθο τους.
Οι μηχανές και τα δρεπάνια του κτήματός μας δεν ηγοράσθησαν εισέτι. Αλλά τούτο δεν σημαίνει, αγάπη μου, πως το σιτάρι μας δεν θα θεριστή. Θα θεριστή μια μέρα, και οι δρέποντες τους καρπούς θάμαστε πάλι εμείς, χιλιάκις εμείς, με τα χέρια μας απλωμένα επάνω από τους κάμπους μας και επάνω από τις πεδιάδες των παιδιών μας. Ένα παιδί μπορεί να σκύβη κάποτε μέσα στα στάχυα, για να βρη ένα κουμπί ή μια χρυσόμυιγα, 38 απαστράπτουσα, μα αυτό δεν σημαίνει πως το σιτάρι μας θα μείνει άκοπο. Τίποτε δεν είναι πιο χαρίεν, από τα βήματα των παιδιών που μεγαλώνουν. Τίποτε δεν είναι πιο σαφές, από τα βήματα των όντων που ενηλικιώθησαν. Τίποτε πιο ωραίο, από την ανάτασι των οφθαλμών και των βραχιόνων ανθρώπων, που, βγάζοντας τα υποκάμισά των, λυτρώνουν τους πόθους των κορμιών των. Και οι πιο ασήμαντες κινήσεις των μπορούν να καρποφορήσουν. Μπορούν να γίνουν εργαστήρια με πρασιές και ανθούς, μέσα στο μένος των αγρών. Αγάπη μου, είπα εργαστήρια. Τα εργαστήρια αυτά θάναι δικά μας˙ και θάναι φωτεινά ιδρύματα, ρόδινα στην όψι τους και ορθοστήλωτα στον βόμβο τους, κάθε φορά που θα περνάμε εμείς εμπρός απ’ τα κατώφλια τους, ως ερμηνευταί της λειτουργίας των, ή ως θερισταί του πέριξ σίτου, του σίτου που αναθρώσκει από τη γη, όπως αναπηδούν οι ορμέμφυτες κραυγές από τα στόματα πλασμάτων που φρυάττουν.
Αγάπη μου, σε αγαπώ, και θάναι το ταξείδι μας, σαν ανοιξιάτικη πομπή των μύρων.

(Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, 1936-1946)

Sunday, May 22, 2011

Pierre Reverdy (1889-1960)

ΔΙΠΛΟΚΛΕΙΔΩΜΕΝΟΣ

Είμαι τόσο μακριά απ' τις φωνές
Από το θόρυβο της γιορτής
Ο μύλος του αφρού γυρνάει ανάστροφα
Ο λυγμός των πηγών σταματά
Η ώρα γλίστρησε με κόπο
Πάνω στις μεγάλες σεληνιακές ακρογιαλιές
Και μέσα στο χλιό δίχως ρωγμή διάστημα
Κοιμούμαι με το κεφάλι στον αγκώνα
Πάνω στην αδιατάρακτη έρημο του κύκλου της λάμπας
Καιρός τρομακτικός απάνθρωπος καιρός
Κυνηγημένος στα λασπερά πεζοδρόμια
Μακριά απ' τον διάφανο ιππόδρομο που ό,τι γυάλινο το αποβάλλει
Μακριά απ' το μεταγγισμένο άσμα που γεννιέται απ' την οκνηρία
Μέσα σε μια σκληρή συμπλοκή γέλιων ανάμεσα στα δόντια
Μία μαραμένη οδύνη που τρέμει στις ρίζες σου
Προτιμώ το θάνατο τη λησμονιά την αξιοπρέπεια
Είμαι τόσο μακριά σα συλλογίζομαι ό,τι αγαπώ.


από "Το τραγούδι των νεκρών" (1944-1948), μτφρ: Τάκης Βαρβιτσιώτης, περιοδικό Νέα Εστία, τεύχος 1524, πρωτοχρονιά 1991.



ΑΚΟΜΑ Ο ΕΡΩΤΑΣ

Δεν θέλω πια να φύγω προς τα μεγάλα αυτά βραδινά δάση
Να σφίξω τα παγωμένα χέρια των πιο κοντινών ίσκιων
Δεν μπορώ πια να εγκαταλείψω αυτούς τους τρόπους της απελπισίας
ούτε να κερδίσω αυτούς τους μεγάλους κύκλους στο πέλαγο που περιμένουν
Κι ωστόσο, προς αυτά τα όμορφα πρόσωπα πορεύομαι
Προς αυτές τις κινούμενες γραμμές που πάντα με φυλακίζουν
Αυτές τις γραμμές που τα μάτια μου χαράζουν μέσα στο αβέβαιο
Αυτά τα αόριστα τοπία, αυτές τις μυστηριώδεις μέρες
Κάτω απ' το σκέπασμα του μισομεθυσμένου καιρού όταν ο έρωτας διαβαίνει
Ένας έρωτας χωρίς αντικείμενο που καίει νυχτοήμερα
Κι αναλώνει, λάμπα αναμμένη, αυτό το τόσο απαυδισμένο στήθος
Για να συγκρατήσει τους στεναγμούς που σβήνουν στο γύρισμά του
Τα γαλάζια πέρατα, τις ζεστές χώρες, τις λευκές εκτάσεις από άμμο
Το γιαλό όπου κυλάει το χρυσάφι κι απλώνεται η νωθρότητα
Το χλιαρό μόλο όπου ο θαλασσινός αλαφροκοιμάται
Το άπιστο νερό ζυγώνοντας να γλείψει το σκληρό βράχο
Κάτω απ' το λαίμαργο ήλιο να βόσκει τη χλόη
Τη νωθρή μισοκοιμισμένη σκέψη
Τις ανάλαφρες αναμνήσεις να σγουραίνουν στο μέτωπο
Την αξύπνητη ανάπαψη σ' ένα βαθύ κρεβάτι
Τον κατήφορο της προσπάθειας που αναβάλλεται για το αύριο
Το χαμόγελο τ' ουρανού που γλιστρά μέσα στην απαλάμη
Μα πάνω απ' όλα τη νοσταλγία αυτής της μοναξιάς
Ω, ερμητική βουρκωμένη αβυθομέτρητη καρδιά
Θα συνηθίσεις ποτέ τον πόνο;


μτφρ: Μελισσάνθη. Πηγή: ανθολογία γαλλικής ποίησης Χριστόφορου Λιοντάκη, εκδ. Καστανιώτη.



ΟΙ ΣΠΟΡΟΙ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

Ο θόρυβος του αίματος πλαγιάζει απαλά κάτω απ' τα γκρίζα φύλλα των προθέσεων που πλαισιώνουν τις ράγιες και το δρόμο το γεμάτο πρόσωπο της αργοπορίας δίχως να λογαριάζει τις ελάχιστες αγκωνές. Ένα εβένινο ρυάκι βουίζει κάτω απ' τους βράχους -και το κρησφύγετο των κεραυνοβόλων ψαριών μες στην ομίχλη, η αγωνία απ' τις λάμπες κι απ' τα σημεία. Η γαλήνη απ' τις ματωμένες ρυτίδες και μενεξελιές απ' το πρωινό κρύο, τα εγκαύματα του ανέμου που ξεσχίστηκε στ' αγκάθια των κατακλυσμών, όταν τα κοπάδια από καρδιές εξογκωμένες ξαναγυρνούν πολύ αργά. Όταν οι περασμένες ώρες μαζί θλίβονται. Όταν εγκαταλείπονται οι σιωπές που ζήσαμε σε μυστική συνδιάλεξη. Τα χαρτοπαίγνια, οι φιλονικίες της φιλαυτίας στο ντόμινο, κουράστηκα να ζω μέσα στη νύχτα των καλύτερων ημερών. Ζητώ τις εφημερίδες μες στο υφάδι των γραμμών, τις προτομές απ' τις φωτογραφίες κι απ' τα τοπία, τον κόσμο που βογκά συντριμμένος κάτω απ' το βάρος των στεναγμών, των προσπαθειών και των δυστυχιών που χτίστηκαν με το μυστρί. Τότε η αιθάλη απ' τις πεταλούδες, που έπαψαν να ξεγελούν το φως, σκαλώνει στα δάχτυλα απ' τα φύλλα των μελλοθάνατων. Τα κρύσταλλα παραμερίζουν πάνω στη νύχτα. Οι πνεύμονες της ελευθερίας πίνουν μελάνι.


μτφρ: Τάκης Βαρβιτσιώτης, πηγή: ανθολογία γαλ. ποίησης (όπως πριν).

Friday, May 20, 2011

Επικράτηση

Οι πόθοι μας πνιχτά μιλάνε
με αλήθειες
κατευνάζεται η λογική
μ' ένα φιλί σπαθί
καταπάνω μας στραμμένος ο ουρανός
μέχρι να τον κρύψει
ένα μονάχα σύννεφο.


10.7.09

Saturday, May 7, 2011

Προσοχή άνθρωπος

Φράχτηκε το βλέμμα
απρόσιτα σταθμευμένο
στο κενό της επαφής μας
αδειάζοντάς μας με αστάθμιστες δόσεις
ως την αφομοίωση της απώλειας
από καρφιά ευπρέπειας.


8.7.09

Saturday, April 30, 2011

P. Eluard:

Le grand jour

Viens, monte. Bientôt les plumes les plus légères, scaphandrier de l'air, te tiendront par le cou.
La terre ne porte que le nécessaire et tes oisaux de belle espèce, sourire.
Au lieux de ta tristesse, comme une ombre derrière l'amour, le paysage couvre tout.
Viens vite, cours. Et ton corps va plus vite que tes pensées, mais rien, entends tu? Rien, ne peut te dépasser.

*

H μεγάλη μέρα

στην Γκαλά

Έλα, ανέβα. Τα πιο αλαφριά φτερά, αέρινο σκάφανδρο θα γίνουν, σε λίγο θα χαϊδέψουν το λαιμό σου.
Η γη κουβαλά τ' αναγκαία μονάχα κι εδώ τα έξοχα πουλιά σου να γελούν.
Στους τόπους της θλίψης σου, σα σκια πίσω απ' την αγάπη, το τοπίο σκεπάζει τα πάντα.
Έλα γρήγορα, τρέξε. Και το κορμί σου θα 'ρθει πιο σβέλτο από τις σκέψεις σου, και τίποτα -ακούς;- τίποτα δεν μπορεί να ξεπεράσει εσένα.



μτφρ: Γ. Καραβασίλης. "Ποιήματα του Πωλ Ελυάρ", εκδ. Εκάτη.

Wednesday, April 27, 2011

Ρ.Μ.Ρίλκε:

Βέβαια, είναι παράξενο να μην κατοικείς πια τη γη,
συνήθειες που μόλις κι έμαθες πλέον να μην εξασκείς,
να μη δίνεις πια το νόημα ενός ανθρώπινου μέλλοντος
σε ρόδα κι άλλα πράγματα, που σκόπιμα υπόσχονται κάτι.
Ό,τι ήσουν ανάμεσα σε χέρια αγωνίας ατελείωτης
να μην είσαι πια κι ακόμη και το ίδιο σου το όνομα
να παρατάς σαν να ήταν ένα σπασμένο παιγνίδι.
Παράξενο, να μη νιώθεις πια επιθυμίες. Παράξενο όλα
όσα συνδέονταν με σένα, να τα θωρείς ξελυμένα μες στον Χώρο
ν' ανεμίζουν. Και το να είσαι νεκρός είναι επίπονο κι όλο ζητά
να συμπληρωθεί, έτσι που να νιώθεις σιγά σιγά και μια στάλα
Αιωνιότητας. Μα όλοι οι ζωντανοί κάνουν το λάθος
με τόσο πείσμα παντού όρια να θέτουν.
Ενώ οι Άγγελοι, έχουν να πουν, συχνά μήτε που θα γνώριζαν
εάν ανάμεσα σε ζωντανούς ή σε νεκρούς βαδίζουν. Το αιώνιο ρεύμα
παρασύρει μαζί του όλες τις ηλικίες και στους δύο κόσμους
και μέσα στους δυο η βουή του τις σκεπάζει.
Τέλος, δεν μας έχουν πια ανάγκη, όσοι πρόωρα έχουν φύγει.
Απαλά κανείς τα γήινα ξεσυνηθίζει, όπως ήρεμα μεγαλώνει
απ' της μάνας του το στήθος και τ' αφήνει. Όμως εμείς, που τόσο
μεγάλα μυστικά έχουμε ανάγκη, απ' όπου τόσο συχνά με πένθος
πρόοδος ευλογημένη αναβλύζει, θα μπορούσαμε
να υπάρχουμε δίχως τους νεκρούς;
Είναι τάχα μάταιος ο θρύλος, πως κάποτε με τον Θρήνο για τον Λίνο,
τόλμησε η πρώτη Μουσική την ξεραμένη ακαμψία να διαπεράσει;
Πως μέσα στον τρομαγμένο Χώρο, που ξάφνου τον εγκατέλειπε για πάντα
εκείνος ο σχεδόν θεϊκός έφηβος, το Κενό για πρώτη του φορά πήρε τη δόνηση εκείνη,
που εμάς τώρα συνεπαίρνει και παρηγορεί και βοηθά;


απ' τις "ελεγείες του Ντουίνο", μτφ: Δ. Γκότση, εκδ: Αρμός.

Monday, April 18, 2011

Arthur Rimbaud - Illuminations (Εκλάμψεις)

H

Toutes les monstruosités violent les gestes atroces d' Hortense. Sa solitude est la mécanique érotique, sa lassitude, la dynamique amoureuse. Sous la surveillance d' une enfance elle a été, à des époques nombreuses, l' ardente hygiène des races. Sa porte est ouverte à la misère. Là, la moralité des êtres actuels se décorpore en sa passion ou en son action - O terrible frisson des amours novices sur le sol sanglant et par l' hydrogène clarteux! trouvez Hortense.

*

All these monstrosities are ravishing Hortense's heartless dumb show. Her solitudes mean erotic mechanics; her lassitude, love's dynamisms. On the proving ground of childhood, she's often been the grabbed-at hygiene of the races. Her door's wide open to impoverishment. There, the morals of living being are stripped of bodies in her passion or her action. - O naughty shudderings of novice love on the bleeding floor, in the transfigured air! locate Hortense.

*

Tο κάθε τερατούργημα βιάζει τις αποτρόπαιες κινήσεις της Ορτάνς. Η μόνωσή της είναι του έρωτα η μηχανική, η εξάντλησή της, του έρωτα η δυναμική. Εμπρός στα μάτια των παιδιών, για εποχές αμέτρητες, υπήρξε η παράφορη κάθε φυλής υγιεινή. Η πόρτα της είναι ανοιχτή στη δυστυχία. Εκεί, η ηθική των σύγχρονων πλασμάτων διαλύεται μέσα στο πάθος της ή μες στην πρακτική της - Α! ρίγος τρομερό αρχάριων ερώτων στο ματωμένο έδαφος και στο φως του υδρογόνου! ανακαλύψτε την Ορτάνς.


μετάφραση στα αγγλικά: Bertrand Mathieu, στα ελληνικά: Στρατής Πασχάλης.

Sunday, April 10, 2011

Απώλεια

Ξεριζωμένα μάτια
προσβλέπουν στην ανταύγεια
της θάλασσας
αφηνιάζουν τ' ουρανού
εκδικόμενα κεραυνούς
κι εύκολα επικρατεί της βροντής
ο φλοίσβος.


5.7.09

Friday, April 1, 2011

Κραταιά φεγγάρια

Όνειρο από μετάξι
μας έπνιξε απαλά
αφροί φωτός γέμισαν το πρόσωπό μας
λάμψεις χρυσές κάποτε
πλέον μουγκές,
εφόρμησαν τα θέλω μας
στα φράγματά μας
χωρίσαμε τα σώματά μας
και ποτέ δε θελήσαμε τόσο την υπέρβαση
όσο όταν οι καρδιές μας ένιωσαν το χτύπο τους
κώδωνας της ψυχή μας.

5.7.09

Saturday, March 19, 2011

ΑΝΤΙ ΑΥΤΑΠΑΤΗΣ


Ναι σάπισε το μήλο σας
και πως να τα βγάλετε πέρα με σκουλήκια
αφού εσείς σκαρώσατε το χρέος σας
να τυφλώσετε ο ένας τον άλλο
αν και κάπου κάπου βλέπετε μακριά
γιατί τα σκουλήκια έχουν φτάσει στο μυαλό σας
που ξεχύθηκε καθώς περνούσατε τα τριαντάφυλλα
για κοινά άνθη.

*

Το λουλούδι της νιότης
σπιτώθηκε σε οίκους ανοχής
σύρθηκε με κόπο μέχρι την πόρτα
και στο προαύλιο
έλειπε η αυλή.

*

Άστατος εφήμερος ανήκουστος εσπερινός
μια βραδιά του νου προσμένουμε χωρίς τέλος
για να μη βλέπουμε πια ότι ο ουρανός μαράθηκε.

*

Σας παρακαλώ ακούστε λίγο τον κότσυφα
δεν έχει λόγο που τραγουδάει.




απ' το περιοδικό "Κουκούτσι", τεύχος 3, φθινόπωρο-άνοιξη '11.

Saturday, March 12, 2011

Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005)

ΑΝΑΜΟΝΗ

Πόσα χρόνια να γυρίσει...
Κι όμως η μυρουδιά της χυμένη παντού
Ξεχασμένη σ' όλο το δωμάτιο στις πιο απίθανες γωνιές
Σάμπως να ζει ακόμη ανάμεσά μας!

Όμως πρέπει να γύρισε ύστερα από τόσα χρόνια
Αυτές τις ώρες την προσμένω κάθε βράδυ
Σχεδιάζοντας με το μολύβι κόκκινα στόματα απάνω στο χαρτί
Όπως και να 'τανε έπρεπε να τρίξει πάλι η πόρτα
Ας είναι κι απ' τον άνεμο.

Ας ειν' με δυο ημικύκλια στεγνά πάνω στα χείλη
Στο μέτωπο κατάμαυρες ραβδώσεις
Φτάνει που θα 'ρθει μοναχά ύστερα από χρόνια
Μ ό ν ο που θα 'ρθει!...
Σχεδιάζοντας κόκκινα φλογερά στόματα απάνω στο χαρτί.

...Νόμισα πως θα πνιγόμουνα!


13.12.43

Θυμάσαι που σου 'λεγα: όταν σφυρίζουν τα πλοία μην είσαι στο λιμάνι.
Μα η μέρα που έφευγε ήτανε δικιά μας και δε θα θέλαμε ποτέ να την αφήσουμε
Ένα μαντήλι πικρό θα χαιρετά την ανία του γυρισμού
Κι έβρεχε αλήθεια πολύ κι ήταν έρημοι οι δρόμοι
Με μια λεπτήν ακαθόριστη χινοπωριάτικη γεύση
Κλεισμένα παράθυρα κι οι άνθρωποι τόσο λησμονημένοι
-Γιατί μας άφησαν όλοι; Γιατί μας άφησαν όλοι;
Κι έσφιγγα τα χέρια σου
Δεν είχε τίποτα τ' αλλόκοτο η κραυγή μου.

...Θα φύγουμε κάποτε αθόρυβα και θα πλανηθούμε
Μες στις πολύβοες πολιτείες και στις έρημες θάλασσες
Με μιαν επιθυμία φλογισμένη στα χείλια μας
Είναι η αγάπη που γυρέψαμε και μας την αρνήθηκαν
Ξεχνούσες τα δάκρυα, τη χαρά και τη μνήμη μας
Χαιρετώντας λευκά πανιά π' ανεμίζονται.
Ίσως δε μένει τίποτ' άλλο παρά αυτό να θυμόμαστε.
Μες στην ψυχή μου σκιρτά το εναγώνιο Γιατί,
Ρουφώ τον αγέρα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης
Χτυπώ τους τοίχους της υγρής φυλακής μου και δεν προσμένω απάντηση
Κανείς δε θ' αγγίξει την έκταση της στοργής και της θλίψης μου.

Κι εσύ περιμένεις ένα γράμμα που δεν έρχεται
Μια μακρινή φωνή γυρνά στη μνήμη σου και σβήνει
Κι ένας καθρέφτης μετρά σκυθρωπός τη μορφή σου
Τη χαμένη μας άγνοια, τα χαμένα φτερά.


OI NIKHMENOI

Aνάβαλες την τελευταία πάντα μέρα τη φυγή σου
Είχαμε μέσα κι οι δυο μας βαθιά τον πανικό του χωρισμού.

Νοσταλγούσαμε τόσο να χαρίσουμε τις αβέβαιες πλάνες μας στ' όνειρο
Όμως ποιος δε λογάριασε τα λευκά καλοκαίρια που πληγώσαν τα χρόνια μας
Ποιος δεν επίστεψε πως δεν είχαμε ακόμα πληρώσει το χρέος μας ολάκερο
Και βρίσκουμε την κρίσιμη τούτη στιγμή αιχμάλωτους όρκους στη νιότη μας, αισθήματα πιο πλούσια από τ' άναμμα της σάρκας
Ξέρεις πως πια ξεχάσαμε τ' αμέριμνα παιδιά που σπαταλούσαν το γέλιο τους
Ξέρεις πως θα' ρθει μια μέρα που θα φορέσουμε αλογάριαστα ολόγυμνοι τον εαυτό μας
Συντροφεύοντας τις ακριβές μας αμφιβολίες, ξαγρυπνήσαμε ατέλειωτες νύχτες χωρίς δίπλα μας να 'ναι κανείς ν' ακούσει την αγωνία της φωνής μας
Αγαπήσαμε μια τρικυμία καινούρια, κι όμως γιατί ν' αναβάλλουμε πάντα την ώριμη χρονολογία;
Και μένουμε δυο νικημένοι μ' ολιγόπιστα μάταια φερσίματα.


ΠΕΝΤΕ ΜΙΚΡΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΙΙΙ

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
Κάτω απ' τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά

Κάμε να σ' ανταμώσω, κάποτε, φάσμα χαμένο του πόθου μου
Κι εγώ ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ κρατώντας
Ακόμα μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες.

(Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς
Να γνωρίζω κανένανε κι ούτε
Κανένας με γνώριζε).


απ' την πρώτη του συλλογή "Εποχές" (1945). Πηγή: "Μανόλης Αναγνωστάκης, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1941-1971". Εκδ. Νεφέλη.

Thursday, March 10, 2011

Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996)

ς'

Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε˙
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του˙
Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπηδήξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!

Ήταν γερό παιδί˙
Τις νύχτες αγκαλιά με τα νερατζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήτανε τόσος ο Έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης
Πιάνοντας ύστερα χορό μ' όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν' ακούσει και να χύσ' η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
Η αυγή που μ΄ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Να βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Τις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα...

Ήταν γενναίο παιδί˙
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Και με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσαν τόσο εύκολα μες στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
-Φωτιά στην άνομη φωτιά!-
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!




απ' το "ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ" (1945), εκδ. Ίκαρος

Monday, March 7, 2011

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ (Jacques Prévert) 1900-1977

BARBARA


Rappelle-toi Barbara
Il pleuvait sans cesse sur Brest ce jour-là
Et tu marchais souriante
Epanouie ravie ruisselante
Sous la pluie
Rappelle-toi Barbara
Il pleuvait sans cesse sur Brest
Et je t' ai croisée rue de Siam
Tu souriais
Et moi je souriais de même
Rapelle-toi Barbara
Toi que je ne connaissais pas
Toi qui ne me connaissais pas
Rappele-toi
Rappelle-toi quand même ce jour-là
N' oublie pas
Un homme sous un porche s' abritait
Et il a crié ton nom
Barbara
Et tu as couru vers lui sous la pluie
Ruisselante ravie épanouie
Et tu t' es jetée dans se bras
Rappelle-toi cela Barbara
Et ne m' en veux pas si je tutoie
Je dis tu à tous ceux que j' aime
Même si je ne les ai vus qu' une seule fois
Je dis tu à tous ceux qui s' aiment
Même si je ne les connais pas
Rappelle-toi Barbara
N' oublie pas
Cette pluie sage et heureuse
Sur ton visage heureux
Sur cette ville heureuse
Cettte pluie sur la mer
Sur l' arsenal
Sur le bateau d' Ouessant
Oh Barbara
Quelle connerie la guerre
Qu' es-tu devenue maintenant
Sous cette pluie de fer
De feu d' acier de sang
Et celui qui te serrait dans ses bras
Amoureusement
Est-il mort disparu ou bien encore vivant
Oh Barbara
Il pleut sans cesse sur Brest
Comme il pleuvait avant
Mais ce n' est plus pareil et tout est abîmé
C' est une pluie de deuil terrible et désolée
Ce n' est même plus l' orage
De fer d' acier de sang
Tout simplement des nuages
Qui crèvent comme des chiens
Des chiens qui disparaissent
Au fil de l' eau sur Brest
Et vont pourrir au loin
Au loin très loin de Brest
Dont il ne reste rien.

*

ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ


Θυμήσου Μπαρμπαρά
Έβρεχε συνέχεια στη Βρέστη κείνη τη μέρα
Και περπατούσες χαμογελώντας
Χαρούμενη ευτυχισμένη στάζοντας
Μες στη βροχή
Θυμήσου Μπαρμπαρά
Έβρεχε συνέχεια στη Βρέστη
Και σε συνάντησα στην οδό Σιάμ
Χαμογελούσες
Και χαμογελούσα κι εγώ
Θυμήσου Μπαρμπαρά
Εσύ που δε σε γνώριζα
Εσύ που δε με γνώριζες
Θυμήσου
Θυμήσου κείνη τη μέρα
Μην ξεχνάς
Ένας άντρας προφυλαγμένος κάτω από μια μαρκίζα
Φώναξε τ' όνομά σου
Μπαρμπαρά
Κι έτρεξες κοντά μου μες στη βροχή
Στάζοντας ευτυχισμένη χαρούμενη
Κι έπεσες στην αγκαλιά μου
Θυμήσου το αυτό Μπαρμπαρά
Κι αν σου μιλώ στον ενικό μην το παρεξηγείς
Έτσι μιλάω σ' όσους αγαπώ
Ακόμη κι αν τους έχω δει μονάχα μια φορά
Μιλάω έτσι σ' όσους αγαπιούνται
Ακόμη κι αν δεν τους ξέρω
Θυμήσου Μπαρμπαρά
Μην ξεχνάς
Αυτήν την ήσυχη κι ευτυχισμένη βροχή
Πάνω στο ευτυχισμένο σου πρόσωπο
Πάνω σ' αυτήν την ευτυχισμένη πόλη
Αυτήν τη βροχή πάνω στη θάλασσα
Πάνω στο ναυπηγείο
Πάνω στο πλοίο του Ουεσάν
Αχ Μπαρμπαρά
Τι κουταμάρα ο πόλεμος
Τι ν' απόγινες τάχα
Κάτω από κείνη τη βροχή του σίδερου
Της φωτιάς τ' ατσαλιού και του αίματος
Κι αυτός που σ' έσφιγγε στην αγκαλιά του
Ερωτικά
Πέθανε χάθηκε ή ακόμα ζει
Αχ Μπαρμπαρά
Βρέχει συνέχεια στη Βρέστη
Όπως έβρεχε και πρώτα
Κι όμως δεν είναι το ίδιο κι όλα έχουν καταστραφεί
Είναι μια βροχή πένθιμη φοβερή και θλιμμένη
Δεν είναι πια ούτε η καταιγίδα
Του σίδερου τ' ατσαλιού του αίματος
Μονάχα κάτι σύννεφα
Που ψοφάνε σαν σκυλιά
Σκυλιά που χάνονται
Στο ρεύμα του νερού της Βρέστης
Και πάνε να σαπίσουν μακριά
Μακριά πολύ μακριά απ' τη Βρέστη
Που δεν της απόμεινε τίποτα.



ΟΔΟΣ ΣΗΚΟΥΑΝΑ


Οδός Σηκουάνα δέκα και μισή
το βράδυ
στη γωνιά ενός άλλου δρόμου
ένας άντρας τρικλίζει... ένας άντρας νέος
μ' ένα καπέλο
ένα αδιάβροχο
μια γυναίκα τον ταράζει...
τον ταράζει
και του μιλά
κι αυτός κουνά το κεφάλι αρνητικά
το καπέλο του είναι στραβά
και το καπέλο της γυναίκας γέρνει να πέσει
είναι χλομοί κι οι δυο τους
ο άντρας σίγουρα θέλει να φύγει...
να χαθεί... να πεθάνει...
μα η γυναίκα έχει μια φλογερή διάθεση να ζήσει
και η φωνή της
η φωνή της ψιθυριστή
που ακούγεται όμως
είν' ένα παράπονο...
μια προσταγή...
μια κραυγή...
τόσο άπληστη αυτή η φωνή...
και θλιμμένη
και ζωντανή...
ένα άρρωστο νεογέννητο που τουρτουρίζει πάνω σ' ένα τάφο
σ' ένα κοιμητήρι το χειμώνα...
η κραυγή κάποιου με τα δάχτυλα μαγκωμένα στην πόρτα...
ένα τραγούδι
μια φράση
πάντα η ίδια
μια φράση
που επαναλαμβάνεται...
χωρίς σταματημό
χωρίς απάντηση...
ο άντρας την κοιτάζει στρέφει αλλού το βλέμμα του
κουνάει τα χέρια του
σαν να πνίγεται
κι η φράση επαναλαμβάνετται
στην οδό Σηκουάνα στη γωνιά ενός άλλου δρόμου
η γυναίκα συνεχίζει
ακούραστα...
συνεχίζει την ανήσυχη ερώτησή της
πληγή που δεν μπορεί να κλείσει
Πιέρ πες μου την αλήθεια
Πιέρ πες μου την αλήθεια
θέλω να μάθω τα πάντα
πες μου την αλήθεια...
το καπέλο της γυναίκας πέφτει.
Πιέρ θέλω να μάθω τα πάντα
πες μου την αλήθεια...
ερώτηση ανόητη και βαρύγδουπη
ο Πιέρ δεν ξέρει τι ν' απαντήσει
τα 'χει χαμένα
αυτός που λέγεται Πιέρ...
έχει ένα χαμόγελο που θα το 'θελε ίσως τρυφερό
και ξαναλέει
Έλα τώρα ησύχασε τρελάθηκες
μα δεν ξέρει πόσο δίκιο έχει
μα δε βλέπει
δεν μπορεί να δει πόσο
το στόμα του στραβώνει απ' το χαμόγελό του...
πνίγεται
ο κόσμος γέρνει πάνω του
και τον πνίγει
είναι φυλακισμένος
στριμωγμένος απ' τις ίδιες του τις υποσχέσεις...
του ζητούν λογαριασμό...
αντίκρυ του...
μια μηχανή λογιστική
μια μηχανή που γράφει ερωτικά γράμματα
μια μηχανή οδύνης
τον αρπάζει...
γαντζώνεται πάνω του...
Πιέρ πες μου την αλήθεια.



απ' το βιβλίο "ΠΡΕΒΕΡ-Επιλογή από το έργο του", μτφ: Δημήτρης Καλοκύρης, εκδ.:Η μικρή Εγνατία
το ποίημα στα γαλλικά απ΄ το "Jacques Prévert-Paroles, éditions Gallimard, 1949"

Saturday, March 5, 2011

Paul Valéry, Charmes (1922):

Non, non!.. Debout! Dans l'ère succesive!
Brisez mon corps, cette forme pensive!
Buvez, mon sein, la naissance du vent!
Une fraîcheur, de la mer exhalée!
Me rend mon âme... O puissance salée!
Courons à l' onde en rejaillir vivant!

(...)

Le vent se lève!.. il faut tenter de vivre!

*

Όχι, όχι!.. Ορθοί! Στον χρόνο που κυλάει!
Σώμα μου, σπάσε τη στοχαστική αυτή μορφή!
Στήθος μου πιες τη γέννηση τ' ανέμου!
Μία πνοή δροσιάς, που αναδίδει η θάλασσα,
Μου δίνει πίσω την ψυχή... Ω δύναμη της άλμης!
Ας τρέξουμε στο κύμα για ν' αναβλύσω ζωντανός!

(...)

Φυσάει!... εμπρός λοιπόν, πρέπει να ζήσουμε!




απ' το "ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ" (Le Cimetière marin), μτφρ: ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΝΤΑΒΟΣ, εκδ: ΑΡΜΟΣ

Wednesday, March 2, 2011

Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)

γιατί γνωρίσαμε τόσο πολύ τούτη τη μοίρα μας
στριφογυρίζοντας μέσα σε σπασμένες πέτρες, τρεις ή έξι χιλιάδες χρόνια
ψάχνοντας σε οικοδομές γκρεμισμένες που θα ήταν ίσως το δικό μας σπίτι
προσπαθώντας να θυμηθούμε χρονολογίες και ηρωικές πράξεις˙
θα μπορέσουμε;

γιατί δεθήκαμε και σκορπιστήκαμε
και παλέψαμε με δυσκολίες ανύπαρχτες όπως λέγαν,
χαμένοι, ξαναβρίσκοντας ένα δρόμο γεμάτο τυφλά συντάγματα,
βουλιάζοντας μέσα σε βάλτους και μέσα στη λίμνη του Μαραθώνα,
θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά;




απ' τη συλλογή "Μυθιστόρημα"






-"Άκουσε ακόμη τούτο. Στο φεγγάρι
τ' αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι
ανάμεσα σε ζωντανούς καρπούς - τ' αγάλματα˙
κι' η φλόγα γίνεται δροσερή πικροδάφνη,
η φλόγα που καίει τον άνθρωπο, θέλω να πω".

-"Είναι το φως... ίσκιοι της νύχτας..."

-"Ίσως η νύχτα που άνοιξε, γαλάζιο ρόδι,
σκοτεινός κόρφος, και σε γέμισε άστρα
κόβοντας τον καιρό.


Κι' όμως τ' αγάλματα
λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τον πόθο
στα δυο, σαν το ροδάκινο˙ κι' η φλόγα
γίνεται φίλημα στα μέλη κι' αναφυλλητό
κι' έπειτα φύλλο δροσερό που παίρνει ο άνεμος˙
λυγίζουν˙ γίνουνται αλαφριά μ' ένα ανθρώπινο βάρος.
Δεν το ξεχνάς".
-"Τ' αγάλματα είναι στο μουσείο",
-"Όχι, σε κυνηγούν, πως δεν το βλέπεις;
θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους,
με την αλλοτινή μορφή τους που δε γνώρισες
κι' όμως την ξέρεις.
Όπως όταν
στα τελευταία της νιότης σου αγαπήσεις
γυναίκα που έμεινε όμορφη, κι' όλο φοβάσαι.
καθώς την κράτησες γυμνή το μεσημέρι,
τη μνήμη που ξυπνά στην αγκαλιά σου˙
φοβάσαι το φιλί μη σε προδώσει
σ' άλλα κρεβάτια περασμένα τώρα
που ωστόσο θα μπορούσαν να στοιχειώσουν
τόσο εύκολα τόσο εύκολα και ν' αναστήσουν
είδωλα στον καθρέφτη, σώματα που είταν μια φορά˙
την ηδονή τους.
Όπως όταν
γυρίζεις απ' τα ξένα και τύχει ν' ανοίξεις
παλιά κασέλα κλειδωμένη από καιρό
και βρεις κουρέλια από τα ρούχα που φορούσες
σε όμορφες ώρες, σε γιορτές με φώτα
πολύχρωμα, καθρεφτισμένα, που όλο χαμηλώνουν
και μένει μόνο το άρωμα της απουσίας
μια νέας μορφής.
Αλήθεια, τα συντρίμια
δεν είναι εκείνα˙ εσύ 'σαι το ρημάδι˙
σε κυνηγούν με μια παράξενη παρθενιά
στο σπίτι στο γραφείο στις δεξιώσεις
των μεγιστάνων, στον ανομολόγητο φόβο του ύπνου˙
μιλούν για περιστατικά που θα ήθελες να μην υπάρχουν
ή να γινόντουσαν χρόνια μετά το θάνατό σου,
κι' αυτό είναι δύσκολο γιατί..."
-"Τ' αγάλματα είναι στο μουσείο.
Καληνύχτα".
-"...γιατί τ' αγάλματα δεν είναι πια συντρίμια,
είμαστε εμείς. Τ' αγάλματα λυγίζουν αλαφριά... Καληνύχτα."





απ' τη συλλογή "Κίλχη"

Saturday, February 26, 2011

Σαίρεν Κίρκεγκωρ (1813-1855)

Ο Θεός είναι εκείνος που απαιτεί απόλυτη αγάπη. Εκείνος όμως που απαιτώντας την αγάπη ενός προσώπου, ζητά ταυτόχρονα η αγάπη αυτή να εκδηλωθεί με χλιαρότητα απέναντι σε ό,τι πιο προσφιλές έχει το πρόσωπο αυτό, εκτός από εγωισμό δείχνει ανοησία και υπογράφει τη θανατική του καταδίκη, αν τυχόν εξαρτά τη ζωή του από το πάθος πού με τέτοιο τρόπο ζητά.

*

Πόσοι στις μέρες μας καταλαβαίνουν τι είναι το παράλογο, πόσοι ζουν έχοντας τα πάντα απαρνηθεί και τα πάντα αποκτήσει, πόσοι έχουν μονάχα την παρρησία να αναγνωρίσουν τι μπορούν και τι δεν μπορούν να κάνουν;

*

Είναι σκληρό να μην αποκτάς εκείνον στον οποίο μπορείς να δοθείς, ανείπωτα σκληρότερο όμως είναι να μην μπορείς καθόλου να δοθείς.



πηγή: Φόβος και τρόμος, εκδόσεις Νεφέλη

Saturday, February 19, 2011

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ (Βισουάβα Σιμπόρσκα)

Είμαι ένα ηρεμιστικό.
Αποτελεσματικό στο σπίτι,
αποδοτικό και στο γραφείο,
δίνω εξετάσεις, εξαφανίζομαι στο δικαστήριο,
κολλάω προσεκτικά τα σπασμένα πιατικά —ό,τι χρειάζεται εσύ να κάνεις είναι να με πάρεις,
να με λιώσεις κάτω απ’ την γλώσσα σου,
ό,τι χρειάζεται να κάνεις είναι να με καταπιείς
και απλά να με κατεβάσεις με λίγο νερό.

Ξέρω πώς να χειρίζομαι τις κακοτυχίες,
πως ν’ αντέχω τα άσχημα νέα,
να μειώνω στο ελάχιστο τις αδικίες,
να ξεδιαλύνω την απουσία του Θεού,
να σε βοηθήσω να διαλέξεις ένα ταιριαστό στο πρόσωπό σου βέλο χηρείας.
Τι περιμένεις λοιπόν —
να εμπιστεύεσαι τη συμπόνια της χημείας.

Είσαι ακόμα νέα,
πρέπει κι εσύ πραγματικά να χαλαρώνεις κάπως.
Ποιος είπε
ότι πρέπει να βιώνεις καρτερικά τη ζωή;

Δώσ’ μου την άβυσσό σου,
θα την επενδύσω με απαλό ύπνο,
θα νιώσεις ευγνωμοσύνη που σου χαρίζω
τέσσερα πόδια να πέφτεις.

Πούλησέ μου την ψυχή σου.
Άλλος αγοραστής δεν θα βρεθεί.

Κι ούτε απόμεινε πια δαίμονας άλλος.



Μτφ.: Βασίλης Καραβίτης
Βισουάβα Σιμπόρσκα, Μια Ποιητική Διαδρομή, Εκδόσεις Σόκολη-Κουλεδάκη

Monday, February 14, 2011

Γαλάζια θέληση

Τα μάτια σου ακόμα σπάνε τη σιωπή
σε χίλια φιλιά που χτίζουν
με υλικό στιγμές, χρυσάφι
και μέλι
λιωμένες εκλάμψεις
και ποτέ δε θα σε χρειαστώ λιγότερο
απ' ότι ο ήλιος τη φωτιά.

6.7.09

Monday, February 7, 2011

ΓΚΕΟΡΓΚ ΛΙΧΤΕΝΜΠΕΡΓΚ 1742-1799

Αφορισμοί


Τίποτα δεν είναι πιο στενάχωρο από την κατάσταση αυτή: να παίρνεις υπερβολικές προφυλάξεις για να προλάβεις ένα ατύχημα και να κάνεις ακριβώς ό, τι χρειάζεται για να το επισύρεις στο κεφάλι σου, τη στιγμή που αν δεν είχες τίποτα προβλέψει απολύτως, θα ήσουν σίγουρα σε ασφάλεια. Είδα κάποιον να κάνει κομμάτια ένα βάζο πολύτιμο, θέλοντας να το βγάλει απ' τη θέση όπου καθόταν ήσυχα για τουλάχιστο έξι μήνες, κι αυτό, μόνο και μόνο απ' το φόβο, μήπως κινδύνευε το βάζο, καμιά μέρα, κατά τύχη, ν' αναποδογυριστεί.

*
Άμα βάψετε έναν στόχο στην πόρτα του περιβολιού σας, να είστε σίγουροι πώς θα τον σημαδέψουν.
*
Χάρισε ονόματα στις δυο παντούφλες του.
*
Ο εγωπαθής μπορεί να μπλεχτεί σε χίλιες γελοίες καταστάσεις.
*
Σας παραδίδω αυτό το βιβλιαράκι ως καθρέφτη για να βλέπετε μέσα του τον εαυτό σας κι όχι ως διόπτρα για να βλέπετε μέσ' απ' αυτήν τους άλλους.
*
Το να κάνει κανείς ακριβώς το αντίθετο είναι κι αυτό μίμηση, μιμείται δηλαδή το αντίθετο.
*
Δεν καίμε πια τις μάγισσες, καίμε όμως τα γράμματα που μας λένε πικρές αλήθειες.
*
Σε μια χώρα όπου τα μάτια των ερωτευμένων θα έλαμπαν στο σκοτάδι δεν θα χρειάζονταν φανάρια τη νύχτα.
*
Ό,τι δεν γεμίζει την καρδιά γεμίζει και παραγεμίζει το στόμα, έχω διαπιστώσει ότι αυτό αληθεύει συχνότερα παρά το αντίθετο.
*
Τουλάχιστον μια φορά ν' αμφιβάλεις για το κάθε τι, ακόμα κι ότι δύο επί δύο κάνουν τέσσερα.

πηγή: οι πρώτοι τρεις αφορισμοί απ' την ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΥ ΧΙΟΥΜΟΡ, του ΑΝΤΡΕ ΜΠΡΕΤΟΝ, εκδόσεις ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ, σε μετάφραση ΜΑΡΙΟΥ ΑΦΕΝΤΟΠΟΥΛΟΥ-ΡΑΝΙΑΣ ΜΑΧΑΙΡΑ. Οι επόμενοι εφτά απ' τους ΣΤΟΧΑΣΜΟΥΣ, εκδόσεις ΣΤΙΓΜΗ, σε μετάφραση ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΟΝΔΥΛΗ.

Sunday, January 30, 2011

EMILY DICKINSON - NATURE

XXVIII

Ξέρω ένα μέρος που το καλοκαίρι παλεύει
με μια τόσο πρακτική πάχνη,
κάθε χρόνο επιστρέφει τις μαργαρίτες της,
αναφέρει στα γρήγορα, “Χάθηκαν”,

μα όταν ο νοτιάς ακινητοποιεί τους νερόλακκους
κι αγωνίζεται στα μονοπάτια,
η καρδιά της την υποψιάζεται για την υπόσχεσή της,
κι αυτή στάζει απαλά ρεφραίν

στα πόδια του διαμαντιού
και μπαχαρικά, και τη δροσιά,
που σκληραίνει ήσυχα σε χαλαζία
πάνω στο κεχριμπαρένιο παπούτσι της.


XXIX

Ο ένας που μπορούσε να επαναλάβει την καλοκαιρινή μέρα
θα ήταν μεγαλύτερος απ' αυτήν, αν και
μπορεί να ήταν ο μικροσκοπικότερος άνθρωπος.
Κι αυτός που μπορούσε ν' αναπαράγει τον ήλιο,
την ώρα που έπεφτε-
την αργοπορία και την κηλίδα, εννοώ-
όταν η Ανατολή γίνεται υπερβολικά μεγάλη,
και η Δύση μένει άγνωστη,
το όνομά του παραμένει.


ΧΧΧ

Ο άνεμος μου χτύπησε σαν ένας κουρασμένος άνθρωπος,
και σαν ένας οικοδεσπότης, “περάστε μέσα”,
απάντησα τολμηρά· και τότε πέρασε
στην κατοικία μου μέσα

ένας βιαστικός, χωρίς πόδια επισκέπτης,
το να του προσφέρω μια θέση
ήταν το ίδιο αδύνατο με το να δώσω
έναν καναπέ στον αέρα.

Ούτε κόκκαλο είχε να τον δέσει,
η ομιλία του ήταν σαν το συνονθύλευμα
πολλών φωνών πουλιών ταυτόχρονα
από έναν υπέρτατο θάμνο.

Η όψη του κάτι το κυματοειδές,
τα δάχτυλά του, αν τα διαθέσει,
αφήνουν ν' ακουστεί μια μουσική, σαν νότες
που φυσάνε τρέμοντας σ' ένα γυαλί.

Επισκέφτηκε, αν και τρεμάμενος·
και μετά, σαν φοβισμένος ανθρωπος,
ξαναχτύπησε ελαφρά -ήταν αναστατωμένος-
και ξαναέμεινα μόνη.

Friday, January 21, 2011

Επέλαση

Τ' όνειρό μας έγινε ξανά
τα μάτια σου ξέρουν
βρέχουν συνέχεια τα πηγάδια σου
κι ασύδοτα μας κυλάει το μέλλον,
δυο μικρές απλωμένες καρδιές χώρεσαν τον κόσμο
και τον πιο γλυκό σου στεναγμό.


2.7.09

Monday, January 10, 2011

Παύση

Δαμάστηκαν οι μοναξιές μας
φώναξες με το σώμα μου
με δώρισες στην πιο μεγάλη στιγμή
και στάθμισα τα κύματα
και φόρεσα το καλοκαίρι
με γνώμονα τα μάτια σου.


3.7.09

Monday, January 3, 2011

August Strindberg

A Verse

To live is to war with trolls

in the cave of the heart and the mind.

To write is to hold

the judgement of doomsday over one's shelf.