Monday, March 7, 2011

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ (Jacques Prévert) 1900-1977

BARBARA


Rappelle-toi Barbara
Il pleuvait sans cesse sur Brest ce jour-là
Et tu marchais souriante
Epanouie ravie ruisselante
Sous la pluie
Rappelle-toi Barbara
Il pleuvait sans cesse sur Brest
Et je t' ai croisée rue de Siam
Tu souriais
Et moi je souriais de même
Rapelle-toi Barbara
Toi que je ne connaissais pas
Toi qui ne me connaissais pas
Rappele-toi
Rappelle-toi quand même ce jour-là
N' oublie pas
Un homme sous un porche s' abritait
Et il a crié ton nom
Barbara
Et tu as couru vers lui sous la pluie
Ruisselante ravie épanouie
Et tu t' es jetée dans se bras
Rappelle-toi cela Barbara
Et ne m' en veux pas si je tutoie
Je dis tu à tous ceux que j' aime
Même si je ne les ai vus qu' une seule fois
Je dis tu à tous ceux qui s' aiment
Même si je ne les connais pas
Rappelle-toi Barbara
N' oublie pas
Cette pluie sage et heureuse
Sur ton visage heureux
Sur cette ville heureuse
Cettte pluie sur la mer
Sur l' arsenal
Sur le bateau d' Ouessant
Oh Barbara
Quelle connerie la guerre
Qu' es-tu devenue maintenant
Sous cette pluie de fer
De feu d' acier de sang
Et celui qui te serrait dans ses bras
Amoureusement
Est-il mort disparu ou bien encore vivant
Oh Barbara
Il pleut sans cesse sur Brest
Comme il pleuvait avant
Mais ce n' est plus pareil et tout est abîmé
C' est une pluie de deuil terrible et désolée
Ce n' est même plus l' orage
De fer d' acier de sang
Tout simplement des nuages
Qui crèvent comme des chiens
Des chiens qui disparaissent
Au fil de l' eau sur Brest
Et vont pourrir au loin
Au loin très loin de Brest
Dont il ne reste rien.

*

ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ


Θυμήσου Μπαρμπαρά
Έβρεχε συνέχεια στη Βρέστη κείνη τη μέρα
Και περπατούσες χαμογελώντας
Χαρούμενη ευτυχισμένη στάζοντας
Μες στη βροχή
Θυμήσου Μπαρμπαρά
Έβρεχε συνέχεια στη Βρέστη
Και σε συνάντησα στην οδό Σιάμ
Χαμογελούσες
Και χαμογελούσα κι εγώ
Θυμήσου Μπαρμπαρά
Εσύ που δε σε γνώριζα
Εσύ που δε με γνώριζες
Θυμήσου
Θυμήσου κείνη τη μέρα
Μην ξεχνάς
Ένας άντρας προφυλαγμένος κάτω από μια μαρκίζα
Φώναξε τ' όνομά σου
Μπαρμπαρά
Κι έτρεξες κοντά μου μες στη βροχή
Στάζοντας ευτυχισμένη χαρούμενη
Κι έπεσες στην αγκαλιά μου
Θυμήσου το αυτό Μπαρμπαρά
Κι αν σου μιλώ στον ενικό μην το παρεξηγείς
Έτσι μιλάω σ' όσους αγαπώ
Ακόμη κι αν τους έχω δει μονάχα μια φορά
Μιλάω έτσι σ' όσους αγαπιούνται
Ακόμη κι αν δεν τους ξέρω
Θυμήσου Μπαρμπαρά
Μην ξεχνάς
Αυτήν την ήσυχη κι ευτυχισμένη βροχή
Πάνω στο ευτυχισμένο σου πρόσωπο
Πάνω σ' αυτήν την ευτυχισμένη πόλη
Αυτήν τη βροχή πάνω στη θάλασσα
Πάνω στο ναυπηγείο
Πάνω στο πλοίο του Ουεσάν
Αχ Μπαρμπαρά
Τι κουταμάρα ο πόλεμος
Τι ν' απόγινες τάχα
Κάτω από κείνη τη βροχή του σίδερου
Της φωτιάς τ' ατσαλιού και του αίματος
Κι αυτός που σ' έσφιγγε στην αγκαλιά του
Ερωτικά
Πέθανε χάθηκε ή ακόμα ζει
Αχ Μπαρμπαρά
Βρέχει συνέχεια στη Βρέστη
Όπως έβρεχε και πρώτα
Κι όμως δεν είναι το ίδιο κι όλα έχουν καταστραφεί
Είναι μια βροχή πένθιμη φοβερή και θλιμμένη
Δεν είναι πια ούτε η καταιγίδα
Του σίδερου τ' ατσαλιού του αίματος
Μονάχα κάτι σύννεφα
Που ψοφάνε σαν σκυλιά
Σκυλιά που χάνονται
Στο ρεύμα του νερού της Βρέστης
Και πάνε να σαπίσουν μακριά
Μακριά πολύ μακριά απ' τη Βρέστη
Που δεν της απόμεινε τίποτα.



ΟΔΟΣ ΣΗΚΟΥΑΝΑ


Οδός Σηκουάνα δέκα και μισή
το βράδυ
στη γωνιά ενός άλλου δρόμου
ένας άντρας τρικλίζει... ένας άντρας νέος
μ' ένα καπέλο
ένα αδιάβροχο
μια γυναίκα τον ταράζει...
τον ταράζει
και του μιλά
κι αυτός κουνά το κεφάλι αρνητικά
το καπέλο του είναι στραβά
και το καπέλο της γυναίκας γέρνει να πέσει
είναι χλομοί κι οι δυο τους
ο άντρας σίγουρα θέλει να φύγει...
να χαθεί... να πεθάνει...
μα η γυναίκα έχει μια φλογερή διάθεση να ζήσει
και η φωνή της
η φωνή της ψιθυριστή
που ακούγεται όμως
είν' ένα παράπονο...
μια προσταγή...
μια κραυγή...
τόσο άπληστη αυτή η φωνή...
και θλιμμένη
και ζωντανή...
ένα άρρωστο νεογέννητο που τουρτουρίζει πάνω σ' ένα τάφο
σ' ένα κοιμητήρι το χειμώνα...
η κραυγή κάποιου με τα δάχτυλα μαγκωμένα στην πόρτα...
ένα τραγούδι
μια φράση
πάντα η ίδια
μια φράση
που επαναλαμβάνεται...
χωρίς σταματημό
χωρίς απάντηση...
ο άντρας την κοιτάζει στρέφει αλλού το βλέμμα του
κουνάει τα χέρια του
σαν να πνίγεται
κι η φράση επαναλαμβάνετται
στην οδό Σηκουάνα στη γωνιά ενός άλλου δρόμου
η γυναίκα συνεχίζει
ακούραστα...
συνεχίζει την ανήσυχη ερώτησή της
πληγή που δεν μπορεί να κλείσει
Πιέρ πες μου την αλήθεια
Πιέρ πες μου την αλήθεια
θέλω να μάθω τα πάντα
πες μου την αλήθεια...
το καπέλο της γυναίκας πέφτει.
Πιέρ θέλω να μάθω τα πάντα
πες μου την αλήθεια...
ερώτηση ανόητη και βαρύγδουπη
ο Πιέρ δεν ξέρει τι ν' απαντήσει
τα 'χει χαμένα
αυτός που λέγεται Πιέρ...
έχει ένα χαμόγελο που θα το 'θελε ίσως τρυφερό
και ξαναλέει
Έλα τώρα ησύχασε τρελάθηκες
μα δεν ξέρει πόσο δίκιο έχει
μα δε βλέπει
δεν μπορεί να δει πόσο
το στόμα του στραβώνει απ' το χαμόγελό του...
πνίγεται
ο κόσμος γέρνει πάνω του
και τον πνίγει
είναι φυλακισμένος
στριμωγμένος απ' τις ίδιες του τις υποσχέσεις...
του ζητούν λογαριασμό...
αντίκρυ του...
μια μηχανή λογιστική
μια μηχανή που γράφει ερωτικά γράμματα
μια μηχανή οδύνης
τον αρπάζει...
γαντζώνεται πάνω του...
Πιέρ πες μου την αλήθεια.



απ' το βιβλίο "ΠΡΕΒΕΡ-Επιλογή από το έργο του", μτφ: Δημήτρης Καλοκύρης, εκδ.:Η μικρή Εγνατία
το ποίημα στα γαλλικά απ΄ το "Jacques Prévert-Paroles, éditions Gallimard, 1949"

1 comment:

Anonymous said...

Toutes les monstruosités violent les gestes atroces d'Hortense. Sa solitude est la mécanique érotique, sa lassitude, la dynamique amoureuse. Sous la surveillance d'une enfance, elle a été, à des époques nombreuses, l'ardente hygiène des races.