Friday, March 20, 2009

Για κάποια Μόνα Λίζα

Με κοιτάς με μάτια κρυμμένου έρωτα,
με μεθάς μυστήρια.

Άσεμνα σ' αφήνω,
να κατεβαίνεις κι άλλο τα σκαλοπάτια.
Αλλά δεν έχω κατώφλι,
και δεν ξέρω να σου πω σταμάτα.

Βυθίζεσαι,
φωτισμένη με ελπίδες από γιασεμί.
Γλυκαίνεις,
μπροστά στην κουλουριασμένη γάτα μου.

Κι όλο χαμογελάς,
αν και κλαις.

Ήθελες να ταξιδεύεις στα ζωγραφισμένα όνειρα
μα το τοπίο κρύβεται πίσω σου,
και δεν μπορείς να τρέξεις να το βρεις,
καθηλωμένη στην τελειότητά σου.

Μα οι άνθρωποι στέκονται μπροστά σου
κι εσύ -διχασμένη-
δε θες να χάσεις ούτε στιγμή απ' το αντικαθρέφτισμα των ματιών τους,
ο μόνος τρόπος να ταξιδεύεις.

Απρόσκοπτες ματιές του εφήμερου.
Πόσο ν'αντέξει το μυστήριo όταν το τυφλώνουν με προβολείς
και το γιορτάζουν με πυροτεχνήματα;
Πως να σε πω αγία και να μη βλασφημήσω ξέροντας πως όλοι άγιοι είναι;

Κι όλο χαμογελάς,
αν και κλαίω,
γιατί μ' έχει καταπιεί η σιωπή.

Friday, March 13, 2009

Για την Ακρόπολη. Aλμπέρ Καμύ:

27 [Απριλίου 1955]

Με την ανατολή, άνεμος, σύννεφα και ήλιος. Μερικά ψώνια. Ο χαριτωμένος διερμηνέας μου, εικοσιενός ετών, που με την αξιολάτρευτη φρεσκάδα του ("σας είπα ότι ήμουνα κοντά στο ξενοδοχείο, αλλά δεν ήταν αλήθεια και έτρεχα συνέχεια για να μην αργήσω, γι' αυτό είμαι λαχανιασμένος") με κατακτά και τον υιοθετώ.

Ακρόπολη. Ο άνεμος έδιωξε όλα τα σύννεφα, και το φως ολόλευκο και ολόγυμνο πέφτει από τον ουρανό. Παράξενο αίσθημα που διαρκεί ολόκληρο το πρωινό ότι είμαι εδώ από χρόνια, σαν στο σπίτι μου άλλωστε, χωρίς καν να με ενοχλεί η διαφορά της γλώσσας. Ανεβαίνοντας στην Ακρόπολη αυτή η εντύπωση μεγαλώνει καθώς διαπιστώνω πως πηγαίνω "σαν γείτονας" χωρίς συγκίνηση.

Εκεί επάνω είναι αλλιώς. Στους ναούς και στην πέτρα του εδάφους που ο άνεμος μοιάζει να τα λείανε κι αυτά ως το κόκκαλο, το φως στις έντεκα η ώρα πέφτει άπλετο, αναπηδά, θρυμματίζεται σε χιλιάδες σπαθιά άσπρα και καυτά. Το φως σκάβει τα μάτια, τα κάνει να δακρύζουν, μπαίνει στο σώμα με οδυνηρή ταχύτητα, το αδειάζει, το ανοίγει σαν να το βιάζει μ' έναν τρόπο εντελώς φυσικό, και ταυτόχρονα το καθαρίζει. Τα μάτια συνηθίζουν και ανοίγουν σιγά σιγά και η αλλόκοτη (ναι, αυτό είναι που μου προκαλεί κατάπληξη, η εξαιρετική τόλμη ετούτου του κλασσικισμού) ομορφιά του τόπου εισχωρεί σε ένα πλάσμα εξαγνισμένο, οξειδωμένο από το φως.

Τότε οι βαθυκόκκινες παπαρούνες που δεν είχα δει ποτέ ως τότε κι ανάμεσά τους μία να φυτρώνει κατευθείαν, μοναχική πάνω στη γυμνή πέτρα, [δυσανάγνωστη λέξη] οι μολόχες, και, σημαδεμένος από τέλειες προοπτικές, ο χώρος ως τη θάλασσα. Και το πρόσωπο της δεύτερης Κόρης, η λυγισμένη κνήμη της τρίτης, στο Ερέχθειο...

Αντιστεκόμαστε εδώ στην ιδέα ότι η τελειότητα επιτεύχθηκε εκείνη την εποχή κι ότι από τότε ο κόσμος δεν έπαψε να παρακμάζει. Όμως αυτή η σκέψη στο τέλος συντρίβει την καρδιά. Πρέπει ξανά και πάντοτε να την αποκρούουμε. Θέλουμε να ζήσουμε, ενώ το να πιστεύεις αυτό, είναι θάνατος. Το απόγευμα ο Υμηττός χρώμα μενεξεδί. Η Πεντέλη. Εφτά η ώρα. Διάλεξη*. Δείπνο σε ταβέρνα της Πλάκας.

*Η διάλεξη-συζήτηση που έδωσε ο Καμύ στο Γαλλικό ινστιτούτο το 1955 με τη συμμετοχή των Α. Κατακουζηνού, Ε. Παπανούτσου, Κ. Τσάτσου, Γ. Θεοτοκά, Φ. Βεγλέρη και Ν. Χατζηκυριάκου-Γκίκα κυκλοφορεί απ' τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια με τίτλο: ΑLBERT CAMUS, ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, Μια συζήτηση στην Αθήνα, 1955.

Πηγή: ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΑΛΛΩΝ ΤΑΞΙΔΙΩΤΩΝ. Εκδ. Ολκός, Αθήνα 1995. σσ 296-297.

(Η Ακρόπολη άνοιξε χθες, με τη λήξη του πολυήμερου αποκλεισμού της -άρχισε στις 26 Φεβρουαρίου- μετά και από την παρέμβαση του Κ. Παπούλια)

Wednesday, March 11, 2009

Ευθανασία

Βγήκε απ' το αμάξι και στεκόταν στον άδειο δρόμο.
Η αντανάκλαση του φωτός στο χιόνι αποκρυστάλλωσε αυτόματα κρυφές μνήμες του.
Ασύμφορες, ανερμάτιστες, χάραξαν το νου με την έμφυτη ικανότητά τους να διχάζουν το χρόνο.
Άδολα, αυθόρμητα χαμόγελα εφόρμησαν κι εκπυρσοκρότησαν πάνω στο γυμνασμένο του εγώ,
αν και το περίστροφο παρέμενε αθόρυβα κρυμμένο στο ντουλαπάκι.
Εξαγνισμένες εικόνες ενός παρελθόντος δικού του
μα τόσο ξένου,
μεσημέρια που έτρεχε στην αγκαλιά του πατέρα με όλο τον παιδικό του ενθουσιασμό.
Ενθουσιασμό που πέρασε από πολλά στάδια εξέλιξης για να μεταμορφωθεί σε σοβαρότητα.
Ο πατέρας τώρα ψυχορραγούσε στο νοσοκομείο κι εκείνος -έρμαιος στο παγωμένο άγνωστο-αδυνατούσε να συνεχίσει βορειότερα.
Ο λύκος στο περιθώριο του δρόμου είχε χτυπηθεί από κάτι πιο απότομο κι απ' τον καρκίνο του πατέρα.
Απ' την βιασύνη του ανθρώπου να ζήσει.
Το όνειρο, τον ελεύθερο χρόνο, τις αγκαλιές των δικών του, το αύριο.
Το αύριο που σίγουρα θα έρθει, μόνο που δεν αποτελούμε προϋπόθεσή του.
Κι αφορισμένος από αυτό,
ο λύκος εξαντλούσε τις τελευταίες του αναπνοές κοιτώντας τον με βλέμμα ραγισμένο.
Αγνώμων για το θάνατο που με κατεύθυνση προς βορρά άφησε τα κόκκινα ίχνη του στο άλλοτε στιλπνό του σώμα.
Κι εξακολουθούσε να στέκεται καρφωμένος απέναντί του, ανήμπορος να δώσει την παραμικρή
βοήθεια, ασάλευτος μπροστά στο θέαμα του ύστατου πόνου, της πληγωμένης ζωτικότητας.
Αγχωμένος μήπως δεν προλάβει τον πατέρα του ζωντανό
κι ανυπόμονος να του δώσει όσες αγκαλιές συνωστίζονταν όλα τα χρόνια που μεγάλωνε.
Ο λύκος θα παρέμενε αβοήθητος,
καταδικασμένος στην ακινησία.
Ούτε θα ξαναέμπαινε στο σκισμένο απ' το δρόμο δάσος.
Η καρδιά του ακουγόταν δυνατά, απέλπιδα.
Αυτόκλητος εκτελεστής του θανάτου που δεν πρόλαβε ν' αφήσει το στίγμα του σ' αυτό το τυχαίο σημείο της διαδρομής του ανθρώπου για το αύριο,
μπήκε στο αμάξι, πήρε το περίστροφο και πυροβόλησε το άμοιρο ζώο.
Σίγουρος ότι ξεψύχησε,
συνέχισε το δρόμο του προς βορρά.
Χωρίς να ξέρει αν το χιόνι ή τα δάκρυα μούσκεψαν το πρόσωπό του.

Thursday, March 5, 2009

Τάσος Λειβαδίτης: Μάχη στην άκρη της νύχτας (1952)

πως θα ξαναπιστέψουμε στον κόσμο
τι ώρα νά' ναι.

ένα καμιόνι με κουραμάνες
η μια δίπλα στην άλλη
δε θα κρυώνουν
δώσ' μου το χέρι σου.

ας το μαρτυρήσει όποιος σωθεί
ο κόσμος απόψε ήτανε λάσπη
δώσ' μου το χέρι σου.

πικρή νύχτα
σαν την αδικία πικρή.

ο ουρανός απόψε είναι τυφλός.

πικρή νύχτα
σαν την ταπείνωση πικρή.

Ένας άνθρωπος καίγεται
ένας άνθρωπος φωτίζει τη νύχτα

η ώρα η πιο βαθιά της νύχτας
που ξαναγινόμαστε άνθρωποι.

Για να ζήσουμε
πρέπει ν' αρνηθούμε
πως είναι νύχτα
ν' αρνηθούμε
πως θα ξημερώσει

Κάποιος δείχνει με το δεκανίκι
αλλά δείχνει μακριά.

Άγιο μίσος
δώσ' μου το χέρι σου.

Όταν δε θέλεις να πεθάνεις
ξέρετε τι θα πει
ζωή.

Μας κοίμιζε άλλοτε η μάνα μας
μ' ένα τραγούδι σιγανό
τι κάνατε το τραγούδι αυτό;

Ο κόσμος είναι για την ευτυχία.
σαν μια παλάμη που πότε ζητιανεύει
και πότε σφίγγει σε γροθιά.