και η αδυναμία τα κατάλυσε
τα έκανε και σπάσανε
τώρα υπόμενε την πίκρα
δεχόμενος τα σβησμένα όνειρα
κατάλαβε πως από την αδυναμία σου
δημιούργησες την παρεξήγηση.
Συ που ονειρεύτηκες νάσαι
καθρέφτης καθαρός
της φωτεινής χάρης του ήλιου
νάναι μια στάλα που τον ήλιο αντανακλά
και απ' αυτόν μετά λειώνει και σβήνει
Μάη και Γιούνη το φεγγάρι τ' ολόγιομο
δυο μήνες περάσαν δίχως να το χαρείς.
Μπόρεσε τουλάχιστο καλύτερος να γίνεις
νικώντας τον πόνο που σε τρώει
σαράκι καθημερινό
που σε μακραίνει απ' ό,τι είσαι.
(Ιούλιος 1930)
Από τη συλλογή Ποιήματα (Παλαιοντολογικά) (1988)