Χρόνια που σ' έψαχναν άνθρωποι που σού' μοιασαν ποτάμια που στέρεψαν μέχρι που σε γνώρισα γυμνή και κατάλαβα πως δεν είσαι άνθρωπος είσαι αύρα που φτιάχνει ανθρώπους.
Σκαρφαλωμένος στα βράχια ο ουρανός σε κοιτά -πορτοκαλί βλέμμα- πριονίζεις τις στιγμές πια δεν μπορείς να τις μετρήσεις και κάθε πλοίο είναι για σένα ο χρόνος νικήθηκε.
Έως το πρώτο σου κοίταγμα έψαχνα μπόρες αφημένος κάτω από γκρίζα άλογα πυκνές στρατιές αρκούσαν για την δίψα μου μέχρι που έφτασαν στο τέλος της υπομονής τους και κάποια αόρατα χελιδόνια -τα έστειλε το καλοκαίρι σου- έγραψαν στον ουρανό το τόξο των φρυδιών σου.
Στρίψε στο μονοπάτι του χαμού και κύκλωσε το μέρος με επάλξεις αρκεί και η σύνταξη της δέσης με το φθαρτό σου είναι σύμπαν μέχρι τον ήλιο φτάσε κι άσε εκείνον να διαλέξει αν πρέπει το σύμπαν να σε δέσει.
Στο δίλημμα θεός ή θάνατος επέλεξε την άρνηση μέχρι θανάτου.
Πνοή πνιγμένη πως μπορείς να μην ξεσπάς αδύναμες ενορμήσεις του εφήμερου εστεμμένες επιταγές της σύμβασης πότε θα ενωθείτε με την ορμή; Nα διασπαστεί μέσα σας το έλεός μου και στο υπόβαθρό του -έλος- να έχετε ένα πνιχτό τέλος.
Στο ανακάτεμα της σιωπής με τα όνειρα μπερδεύονται οι ανάσες μας και λύνονται τα χρυσά σου αινίγματα γίνομαι κοφτερός για να σε βλέπω ελεύθερη και δίνομαι στην πιο μικρή αμυχή σου.
Το ποτάμι μάς υποδέχτηκε στον κήπο του απ' τη γαλήνη φύγαμε να βρούμε τη μονή μας στου έρωτα το σύθαμπο εκεί μας έδινε ο νους μας τις χορδές του και σε πλατύ υπόβαθρο χάραξε η φωνή σου είμαστε αυτοί που ξεχνούν ν' αριθμήσουν τις ακρογιαλιές χτισμένες πλέον με λιμάνια κι αλίμονο πως τώρα να διαλύσουμε αυτό που μας οδήγησε στο πρώτο μας αστέρι της μάνας το χέρι που χάιδευε τον ύπνο μας κι εμείς ντυμένοι άγνοια αφήναμε στο όνειρο όλη την οικουμένη.