Sunday, May 29, 2011

Νίκος Εγγονόπουλος


Περί Ύψους

Certes, I’ artiste désire s’ élever,... mais I'homme doit rester obscur.
PAUL CÉZANNE

Ο ιταλός πυροτεχνουργός έχει εγκαταστήσει το λιτό κι’ απέριττο, το φτωχικό εργαστήριο του, επί της κορυφής του αττικού λόφου. Εκεί ασχολείται νυχθημερόν με τα άπειρα πειράματά του και με την παρασκευή των διάφορων προϊόντων του επιτηδεύματός του: βαρελότα, χαλκούνια, και άλλα «μαϊτάπια». Γιατί αυτός είναι που προμηθεύει τους πανηγυριστάς τις παραμονές των μεγάλων εορτών της Ορθοδοξίας, αλλά κι’ αυτός είναι, πάλι, που, τις νύχτες των εθνικών επετείων, διακοσμεί τους ουρανούς μας με λογής-λογής φανταχτερά λουλούδια, μ’ εκθαμβωτικά πλουμιά και με ταχύτατες ρουκέττες που καταλήγουν σε μυριόχρωμη βροχή από σπίθες. Σπανίως εγκαταλείπει το έργον, όμως, τα βράδυα, ενίοτε, περιφέρει τη σακατεμένη κι’ αλαμπουρνέζικη σιλουέττα του, από καπηλειό σε καπηλειό, χρησιμοποιώντας, κατά προτίμηση, τα σκοτεινότερα στενά της αγοράς. Το επάγγελμά του είναι άκρως επικίνδυνο: πυρίτις, κι’ έσθ’ ότε δυναμίτις, είναι η πρώτη ύλη των εργοχείρων του. Η παραμικρή απροσεξία αρκεί κι’ επέρχεται η τρομερά καταστροφή: μέσα σε εκκωφαντικό κρότο τινάζονται στο καθαρό πρωινό και το εργαστήρι κι’ ο πυροτεχνουργός μαζύ, και βλέπομε να στριφογυρνούν ψηλά στον αέρα, ώρες, κι’ ο Ιταλός και τα σανίδια της μπαράγκας και πηχτά σύννεφα σκόνης, ενώ μιαν έντονη μυρωδιά μπαρούτης απλώνεται παντού.
Όμως ποτέ δεν επέρχεται το μοιραίον, γιατί υπάρχει κάτι. Ένα μ υ σ τ ι κ ό. Κι’ αυτό το μυστικό είναι απλούστατα η σ ύ ζ υ γ ο ς που γ ρ η γ ο ρ ε ί. Πράγματι, η γυναίκα του, δική μας: ευλαβική κι’ ορθόδοξος χριστιανή, ξημεροβραδυάζεται στις εκκλησιές, και κάνει μετάνοιες, κι’ όλο προσεύχεται για δαύτονε. Κι’ έτσι τονέ κρατά στη ζωή.
Μάλιστα, κάτω στην χαράδρα που περιβάλλει τον αττικό λοφίσκο, εκεί, η μαύρη, έχει σπείρει τον κόσμο μ’ αναρίθμητα προσκυνητάρια, τα περισσότερα μαρμάρινα, άλλα ταπεινότερα, όμως όλα με εικόνα Θεοτόκου ή άλλου αγίου, κι’ όλα με μια θυρίδα, για τα λεφτά. Κάθε τόσο συλλέγει υπομονετικά τα χρήματα, και το μεγαλύτερο μεν μέρος διαθέτει γι’ αγαθοεργούς σκοπούς, ενίσχυση απόρων, ανακούφιση ασθενών, αποπεράτωση εκκλησιών, κι’ ένα άλλο μέρος το φυλά προσεκτικά, καθώς σκοπεύει μ’ αυτό, εν καιρώ, ν’ ανεγείρη εκκλησία τιμωμένη με τ’ όνομα της Αγίας Αικατερίνης.
(Πιο πέρα, στη χαράδρα, κάποιος έχει εγκαταστήσει κυψέλες, μελισσιών, σ’ ένα χωράφι, και, πιο πέρα ακόμη, μέσα σε περιβόλι, είναι τα ερείπια μισοχτισμένου αρχοντικού).
Αυτή η ιστορία του Ιταλού είναι κι’ η ιστορία η δικιά μας, Ελένη. Δεν είμαι εγώ ο πυροτεχνουργός; Τα ποιήματά μου δεν είναι Πασχαλινά χαλκούνια, κι’ οι πίνακές μου καταπλήσσοντος κάλλους νυχτερινά υπέρλαμπρα μετέωρα του Αττικού ουρανού; Κι’ όμως, εάν ακόμη δεν με κατασπαράξανε αλύπητα, να πετάξουνε τις σάρκες μου στα σκυλιά, αυτό δεν το χρωστάω σ’ εσένα, στη μεγάλη στοργή σου και στην αγάπη σου; Το ξέρω, μη μου κρυφτείς, το ξέρω σου λέω: π ρ ο σ ε ύ χ ε σ α ι για μένα!
Μάζευε τα λεφτά των προσκυνηταρίων μας και σκόρπαε, με τ’ άγια λευκά σου χέρια, το καλό παντού. Όμως κράτα ένα μέρος, να συγκεντρώσωμε, κι’ εμείς, λίγο-λίγο ένα ποσό, για ν’ ανεγείρουμε μιαν εκκλησιά αφιερωμένη στην Βασίλισσα που είχε τ’ όνομά σου. Εκεί μέσα, σ’ αυτήν την εκκλησία θε να σε παντρευτώ. Γιατί είσαι ωραία, έχεις την πιο ευγενική ψυχή, και σ’ αγαπώ παράφορα.

(Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω, 1957)

Thursday, May 26, 2011

Ανδρέας Εμπειρίκος

Γήπεδον

Στη Μάτση

Είσουν σαν μια σιγή που την διαπερά ο άνεμος. Το τραύμα σου όμως, το είχα επουλώσει και οι λέξεις που λέγαμε, μας πλησιάσανε τόσο, που και η σιγή και το διάκενο των ημερών πριν γνωρισθούμε, χάθηκαν ολοτελώς. Στο γήπεδο της αγάπης μας, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είσαι καλή και η καλλονή σου υπερβαίνει τα όρια της πολιτείας, και φθάνει ίσαμε τα κράσπεδα της χθεσινής σου μοναξιάς, που την κατέλυσες εσύ. Ναι, στο γήπεδον αυτό, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είμαι κοντά σου εγώ και μένω μέσ’ στις ελπίδες σου, όπως μένεις εσύ μέσα στα βλέφαρά μου, όταν κοιμάμαι. Οι λέξεις των άλλων ήρχισαν να μοιάζουν με ξένα πρόσωπα, άγνωστα σε μένα και, ίσως, και σε σένα. Ωστόσο, τι πειράζει. Το κέλυφος του παρελθόντος έσπασε, και βγήκες εσύ, γιομάτη, οριστική και με βελούδο που άφινε ημίγυμνο το στήθος σου. Γι’ αυτό, τούτο το γήπεδον, δεν θα το λησμονήσω ποτέ˙ θα το αγοράσω, και ποτέ δεν θα το πουλήσω. Γι’ αυτό θα σου πω πως είμαι σαν μια πέτρα που την κρατάς εσύ στο χέρι σου. Πέτρα θερμή, παλλομένη με κάθε χτυποκάρδι μου, μέσ’ την ηδύτητα της αφής σου. Όταν ξυπνήσουν μέσα της οι αναμνήσεις άλλων ετών, θα φανούν και στους δυο μας, σαν απολιθωμένα χρονικά της ιστορίας, γιατί και οι πέτρες έχουν την ιστορία τους, όπως και η πέτρα που θα κρατάς εσύ στο χέρι σου. Γι’ αυτό, τούτο το γήπεδον δεν θα το πουλήσω, μα θα το κρατήσω με όλες τις πέτρες του, με όλα τα πετράδια, με όλα του τα στολίδια, και ας ψάχνουν οι άλλοι να βρουν ό,τι γυρεύουνε μέσα στην λυδία λίθο τους.
Οι μηχανές και τα δρεπάνια του κτήματός μας δεν ηγοράσθησαν εισέτι. Αλλά τούτο δεν σημαίνει, αγάπη μου, πως το σιτάρι μας δεν θα θεριστή. Θα θεριστή μια μέρα, και οι δρέποντες τους καρπούς θάμαστε πάλι εμείς, χιλιάκις εμείς, με τα χέρια μας απλωμένα επάνω από τους κάμπους μας και επάνω από τις πεδιάδες των παιδιών μας. Ένα παιδί μπορεί να σκύβη κάποτε μέσα στα στάχυα, για να βρη ένα κουμπί ή μια χρυσόμυιγα, 38 απαστράπτουσα, μα αυτό δεν σημαίνει πως το σιτάρι μας θα μείνει άκοπο. Τίποτε δεν είναι πιο χαρίεν, από τα βήματα των παιδιών που μεγαλώνουν. Τίποτε δεν είναι πιο σαφές, από τα βήματα των όντων που ενηλικιώθησαν. Τίποτε πιο ωραίο, από την ανάτασι των οφθαλμών και των βραχιόνων ανθρώπων, που, βγάζοντας τα υποκάμισά των, λυτρώνουν τους πόθους των κορμιών των. Και οι πιο ασήμαντες κινήσεις των μπορούν να καρποφορήσουν. Μπορούν να γίνουν εργαστήρια με πρασιές και ανθούς, μέσα στο μένος των αγρών. Αγάπη μου, είπα εργαστήρια. Τα εργαστήρια αυτά θάναι δικά μας˙ και θάναι φωτεινά ιδρύματα, ρόδινα στην όψι τους και ορθοστήλωτα στον βόμβο τους, κάθε φορά που θα περνάμε εμείς εμπρός απ’ τα κατώφλια τους, ως ερμηνευταί της λειτουργίας των, ή ως θερισταί του πέριξ σίτου, του σίτου που αναθρώσκει από τη γη, όπως αναπηδούν οι ορμέμφυτες κραυγές από τα στόματα πλασμάτων που φρυάττουν.
Αγάπη μου, σε αγαπώ, και θάναι το ταξείδι μας, σαν ανοιξιάτικη πομπή των μύρων.

(Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, 1936-1946)

Sunday, May 22, 2011

Pierre Reverdy (1889-1960)

ΔΙΠΛΟΚΛΕΙΔΩΜΕΝΟΣ

Είμαι τόσο μακριά απ' τις φωνές
Από το θόρυβο της γιορτής
Ο μύλος του αφρού γυρνάει ανάστροφα
Ο λυγμός των πηγών σταματά
Η ώρα γλίστρησε με κόπο
Πάνω στις μεγάλες σεληνιακές ακρογιαλιές
Και μέσα στο χλιό δίχως ρωγμή διάστημα
Κοιμούμαι με το κεφάλι στον αγκώνα
Πάνω στην αδιατάρακτη έρημο του κύκλου της λάμπας
Καιρός τρομακτικός απάνθρωπος καιρός
Κυνηγημένος στα λασπερά πεζοδρόμια
Μακριά απ' τον διάφανο ιππόδρομο που ό,τι γυάλινο το αποβάλλει
Μακριά απ' το μεταγγισμένο άσμα που γεννιέται απ' την οκνηρία
Μέσα σε μια σκληρή συμπλοκή γέλιων ανάμεσα στα δόντια
Μία μαραμένη οδύνη που τρέμει στις ρίζες σου
Προτιμώ το θάνατο τη λησμονιά την αξιοπρέπεια
Είμαι τόσο μακριά σα συλλογίζομαι ό,τι αγαπώ.


από "Το τραγούδι των νεκρών" (1944-1948), μτφρ: Τάκης Βαρβιτσιώτης, περιοδικό Νέα Εστία, τεύχος 1524, πρωτοχρονιά 1991.



ΑΚΟΜΑ Ο ΕΡΩΤΑΣ

Δεν θέλω πια να φύγω προς τα μεγάλα αυτά βραδινά δάση
Να σφίξω τα παγωμένα χέρια των πιο κοντινών ίσκιων
Δεν μπορώ πια να εγκαταλείψω αυτούς τους τρόπους της απελπισίας
ούτε να κερδίσω αυτούς τους μεγάλους κύκλους στο πέλαγο που περιμένουν
Κι ωστόσο, προς αυτά τα όμορφα πρόσωπα πορεύομαι
Προς αυτές τις κινούμενες γραμμές που πάντα με φυλακίζουν
Αυτές τις γραμμές που τα μάτια μου χαράζουν μέσα στο αβέβαιο
Αυτά τα αόριστα τοπία, αυτές τις μυστηριώδεις μέρες
Κάτω απ' το σκέπασμα του μισομεθυσμένου καιρού όταν ο έρωτας διαβαίνει
Ένας έρωτας χωρίς αντικείμενο που καίει νυχτοήμερα
Κι αναλώνει, λάμπα αναμμένη, αυτό το τόσο απαυδισμένο στήθος
Για να συγκρατήσει τους στεναγμούς που σβήνουν στο γύρισμά του
Τα γαλάζια πέρατα, τις ζεστές χώρες, τις λευκές εκτάσεις από άμμο
Το γιαλό όπου κυλάει το χρυσάφι κι απλώνεται η νωθρότητα
Το χλιαρό μόλο όπου ο θαλασσινός αλαφροκοιμάται
Το άπιστο νερό ζυγώνοντας να γλείψει το σκληρό βράχο
Κάτω απ' το λαίμαργο ήλιο να βόσκει τη χλόη
Τη νωθρή μισοκοιμισμένη σκέψη
Τις ανάλαφρες αναμνήσεις να σγουραίνουν στο μέτωπο
Την αξύπνητη ανάπαψη σ' ένα βαθύ κρεβάτι
Τον κατήφορο της προσπάθειας που αναβάλλεται για το αύριο
Το χαμόγελο τ' ουρανού που γλιστρά μέσα στην απαλάμη
Μα πάνω απ' όλα τη νοσταλγία αυτής της μοναξιάς
Ω, ερμητική βουρκωμένη αβυθομέτρητη καρδιά
Θα συνηθίσεις ποτέ τον πόνο;


μτφρ: Μελισσάνθη. Πηγή: ανθολογία γαλλικής ποίησης Χριστόφορου Λιοντάκη, εκδ. Καστανιώτη.



ΟΙ ΣΠΟΡΟΙ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

Ο θόρυβος του αίματος πλαγιάζει απαλά κάτω απ' τα γκρίζα φύλλα των προθέσεων που πλαισιώνουν τις ράγιες και το δρόμο το γεμάτο πρόσωπο της αργοπορίας δίχως να λογαριάζει τις ελάχιστες αγκωνές. Ένα εβένινο ρυάκι βουίζει κάτω απ' τους βράχους -και το κρησφύγετο των κεραυνοβόλων ψαριών μες στην ομίχλη, η αγωνία απ' τις λάμπες κι απ' τα σημεία. Η γαλήνη απ' τις ματωμένες ρυτίδες και μενεξελιές απ' το πρωινό κρύο, τα εγκαύματα του ανέμου που ξεσχίστηκε στ' αγκάθια των κατακλυσμών, όταν τα κοπάδια από καρδιές εξογκωμένες ξαναγυρνούν πολύ αργά. Όταν οι περασμένες ώρες μαζί θλίβονται. Όταν εγκαταλείπονται οι σιωπές που ζήσαμε σε μυστική συνδιάλεξη. Τα χαρτοπαίγνια, οι φιλονικίες της φιλαυτίας στο ντόμινο, κουράστηκα να ζω μέσα στη νύχτα των καλύτερων ημερών. Ζητώ τις εφημερίδες μες στο υφάδι των γραμμών, τις προτομές απ' τις φωτογραφίες κι απ' τα τοπία, τον κόσμο που βογκά συντριμμένος κάτω απ' το βάρος των στεναγμών, των προσπαθειών και των δυστυχιών που χτίστηκαν με το μυστρί. Τότε η αιθάλη απ' τις πεταλούδες, που έπαψαν να ξεγελούν το φως, σκαλώνει στα δάχτυλα απ' τα φύλλα των μελλοθάνατων. Τα κρύσταλλα παραμερίζουν πάνω στη νύχτα. Οι πνεύμονες της ελευθερίας πίνουν μελάνι.


μτφρ: Τάκης Βαρβιτσιώτης, πηγή: ανθολογία γαλ. ποίησης (όπως πριν).

Friday, May 20, 2011

Επικράτηση

Οι πόθοι μας πνιχτά μιλάνε
με αλήθειες
κατευνάζεται η λογική
μ' ένα φιλί σπαθί
καταπάνω μας στραμμένος ο ουρανός
μέχρι να τον κρύψει
ένα μονάχα σύννεφο.


10.7.09

Saturday, May 7, 2011

Προσοχή άνθρωπος

Φράχτηκε το βλέμμα
απρόσιτα σταθμευμένο
στο κενό της επαφής μας
αδειάζοντάς μας με αστάθμιστες δόσεις
ως την αφομοίωση της απώλειας
από καρφιά ευπρέπειας.


8.7.09