Wednesday, September 21, 2011

Φ. Γ. Λόρκα (1899-1936)

ΦΕΓΓΑΡΙ ΚΑΙ ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΩΝ ΕΝΤΟΜΩΝ
(ερωτικό ποίημα)


Το φεγγάρι πάνω στη θάλασσα παιχνιδίζει,

μες στο πανί βογκάει ο άνεμος

που τόσο ανάλαφρα ανασηκώνει

τ' ασημένια και γαλάζια κύματα.

ΕΣΠΡΟΝΘΕΔΑ


Η καρδιά μου θα 'χε το σχήμα παπουτσιού

αν το κάθε χωριό είχε μια σειρήνα.

Αλλά η νύχτα είναι ατέλειωτη σαν ακουμπάει πάνω στους

αρρώστους

και υπάρχουν καράβια που θέλουν να τα κοιτάζουν για να μπορούν

να βουλιάζουν ήσυχα.


Αν ο αέρας φυσάει ανάλαφρα,

η καρδιά μου έχει τη μορφή κοπελίτσας.

Αν ο αέρας αρνιέται να βγει από τους καλαμιώνες

η καρδιά μου έχει τη μορφή χιλιόχρονης ταυρίσιας κοπριάς.


Σία, σία, σία, σία,

για το τάγμα με τις άνισες κόψεις

για ένα τοπίο από ενέδρες καμωμένες σκόνη.

Νύχτα ισάξια με το χιόνι, με τα μετέωρα συστήματα.

Κι η σελήνη.

Η σελήνη!

Μα όχι, όχι η σελήνη.

Η αλεπού των καπηλειών,

ο Γιαπωνέζος κόκορας που έφαγε τα ίδια του τα μάτια,

τα μασημένα χορτάρια.


Δεν μας σώζουν τα σκουλήκια πάνω στα τζάμια,

ούτε τα βοτανολόγια, σ' αυτά που ο μεταφυσικός

βρίσκει τις άλλες πλαγιές του ουρανού.

Τα σχήματα είναι μια απάτη. Υπάρχει μόνο

ο κύκλος των στομάτων του οξυγόνου.

Κι η σελήνη.

Τα έντομα,

οι μικροσκοπικοί νεκροι στις όχθες,

πόνος σε μάκρος,

ιώδιο σ' ένα σημείο,

τα πλήθη πάνω στην καρφίτσα,

το γυμνό που ζυμώνει το αίμα όλων,

κι ο έρωτάς μου που δεν είναι ούτε άλογο, ούτε κάψιμο,

πλάσμα σπαραγμένου στέρνου.

Ο έρωτάς μου!


Να, τραγουδούν, φωνάζουν, βογκούν: Πρόσωπο. Το πρόσωπό σου!

Πρόσωπο.

Τα μήλα είναι μοναδικά

οι ντάλιες είναι ολόιδιες,

το φως έχει μια τελειωμένη μεταλλική γεύση

και το στρατόπεδο μιας ολόκληρης πενταετίας θα χωρέσει στην παρειά ενός νομίσματος.

Αλλά το πρόσωπό σου σκεπάζει τους ουρανούς του συμπόσιου.

Τραγουδούν, φωνάζουν, βογκούν,

σκεπάζουν, σκαρφαλώνουν, φοβίζουν!


Πρέπει να πάμε, και γρήγορα! από τα κύματα, απ' τα κλαδιά,

από τους ακατοίκητους δρόμους του μεσαίωνα, που κατεβαίνουν

στο ποτάμι,

από τα μαγαζιά γουναρικών, που αντηχεί ένα κέρας πληγωμένης

αγελάδας,

από τις σκάλες, άφοβα! Απ΄τις σκάλες.

Ένας άνθρωπος πελιδνός κολυμπάει στη θάλασσα,

είναι τόσο τρυφερός, που οι αντανακλαστικοί καθρέφτες τού

φάγανε παιγνιδίζοντας την καρδιά.

Και στο Περού ζουν χίλιες γυναίκες, ω έντομα! που μέρα-νύχτα

κάνυν νυχτωδίες και παρελάσεις διασταυρών0ντας τις ίδιες τους

τις φλέβες.


Ένα μικρό διαβρωτικό γάντι με σταματάει. Φτάνει!

Μες στο μαντίλι μου άκουσα το κρακ

της πρώτης φλέβας που σπαζει.

Φρόντισε τα πόδια σου, αγάπη μου, τα χέρια σου!

αφού πρέπει να παραδώσω το πρόσωπό μου,

το πρόσωπό μου, το πρόσωπό μου. Αχ το φαγωμένο πρόσωπό μου!


Αυτή η αγνή φωτιά για τον πόθο μ0υ,

αυτή η σύγχυση προς χάρη της ισορροπίας,

αυτός ο αθώος πόνος μπαρούτης μες στα μάτια μου,

θα ξαλαφρώσει τα νεφελώματα μιας άλλης καρδιάς.

Καταβροχθισμένης από τα νεφελώματα.


Δε μας σώζουν οι άνθρωποι των μαγαζιών που πουλούν

παπούτσια,

ούτε τα τοπία που γίνονται μουσική στην επαφή των οξειδωμένων

κλειδιών.

Είναι απάτη οι άνεμοι. Υπάρχει μονάχα

στην ταβανοκάμαρα ένα μικρό λίκνο

που όλα τα θυμάται.

Κι η σελήνη.

Μα όχι, όχι η σελήνη.

Τα έντομα,

τα έντομα μονάχα,

τρίζοντα, δαγκάνοντας, αναριγώντας, συναθροισμένα,

και η σελήνη

μ' ένα γάντι από καπνό, καθισμένη στην πόρτα των ερειπίων της.

Η σελήνη!


Νέα Υόρκη, 4 Ιανουαρίου 1930



* μετάφραση Κ. Πολίτη, εκδ. Εκάτη

Monday, September 5, 2011

(άτιτλο)

Είμαστε κάτι στριμωγμένα όνειρα
που αγγίζουμε για πάντα ουρανό
φιλάμε ολόσωμα το χώμα
διασύρουμε την πίκρα μας στο χώρο
μέχρι να λάμψει αστέρια
η φυγή μας.


σεπτέμβριος '09