*
Αγαπάμε να ξεχνάμε
κι ευλογούμε την πνοή μας
αόμματοι.
*
Γράφουμε χάρη στο ανώφελο
και χάρη στο ανώφελο
πεθαίνουμε.
*
Σαρώνουμε
κι ενώνουμε
τα κύματα
του
φάρου.
οκτώβριος '09
Saturday, January 28, 2012
Tuesday, January 24, 2012
Φτιασιδώματα
Πιάστηκε το μυαλό μας
σε απομεινάρια νύχτας
και μαγείας καμώματα
μας έφεραν ανυπεράσπιστους
να ψάχνουμε το πως
η χαρά μας έγινε κέρινο ομοίωμα.
3/10/09
σε απομεινάρια νύχτας
και μαγείας καμώματα
μας έφεραν ανυπεράσπιστους
να ψάχνουμε το πως
η χαρά μας έγινε κέρινο ομοίωμα.
3/10/09
Monday, January 16, 2012
Με σιγαστήρα
Στο αυτοκίνητο δεν ήταν οδηγός, μα ένας κατατρεγμένος στο κινητό του καταφύγιο. Έπλαθε ιστορίες για τους άλλους οδηγούς και προστατευόταν στο δικό του τρόπο οδήγησης. Αυτός που μόλις τον προσπέρασε με σπινιά πρέπει να έχει δυσκολευτεί πολύ να επιβληθεί σε κάποια συζήτηση χωρίς να υψώσει τη φωνή του. 'Ενα παράδειγμα μόνο δυσάρεστης κρίσης. Σπάνια έφτανε η κρίση, έπρεπε να ακολουθεί κάποιους οδηγούς για να καταλάβει. Έτσι όταν το φανάρι άναψε πράσινο και ο δεξιός του γκάζωσε απότομα για να περάσει μπροστά του, ο Κίμωνας πάτησε κι αυτός το γκάζι και ασυναίσθητα άρχισε να ανεβάζει απότομα ταχύτητα. Η ταχύτητα τον παρέσερνε, με ή χωρίς αμάξι. Το επόμενο φανάρι είχε γίνει μόλις πορτοκαλί. Ο μπροστινός του είχε μια απόσταση πάνω απο 100 μέτρων -και απ' τον φανάρι και απ' τον ίδιο. Φαινόταν δύσκολο να σταματήσει αλλά κι ο Κίμωνας δεν μπορούσε να τον παρατήσει τόσο γρήγορα. Όταν άναψε κόκκινο ο μπροστινός του είχε μόλις φτάσει κάτω απ' το απαγορευτικό φως, κάτι που τον έκανε να επιταχύνει κι άλλο. Ο Κίμωνας είχε φτάσει ήδη τα 120 χιλιόμετρα, τα 50 μέτρα που τους χώριζαν τώρα ήταν ικανά μόνο να τον κάνουν να σκεφτεί το φρένο. Σε 60 μέτρα απ' αυτη τη σκέψη βρισκόταν χωμένος στο παρμπρίζ του. Ένα βανάκι απ' το άλλο φανάρι είχε μόλις περάσει το πράσινο με ταχύτητα, δε θα μπορούσε να το δει ποτέ απ' τη στιγμή που δεν πείστηκε να πατήσει το φρένο. Στο νοσοκομείο η διάγνωση ήταν εγκεφαλική διάσειση και πολλαπλά κατάγματα στα πόδια. Το αμάξι του είχε ειδοποιητικό ήχο για τη ζώνη και αερόσακο. Στάθηκαν πιο σωτήρια από κάθε κίνηση που θα μπορούσε να κάνει όταν το βανάκι βρέθηκε μπροστά του. Ο οδηγός του βαν βγήκε απ' το συμβάν με επιπόλαιες αμυχές.
*
Ο Κίμωνας δεν έπαψε ποτέ να σκέφτεται τους άλλους. Πάντα απορούσε για το τι τους ανησυχεί, πάντα έψαχνε μέσα τους με ή χωρίς την άδειά τους.
-Τι σκέφτεσαι όταν είμαστε μαζί; Ρώτησε τη Σόνια.
-Σκέφτομαι πως είσαι αυτό που θέλω να είναι μαζί.
Ο Κίμωνας ικανοποιήθηκε από την απάντηση προς στιγμήν και μετά από λίγα δευτερόλεπτα την ξανασκεφτόταν φωναχτά.
-Και το μαζί σημαίνει εγώ κι εσύ;
Η Σόνια τον κοίταζε απορημένη, μα δεν έπαυε να την ενθαρρύνει κάτι να τον πείσει.
-Για μένα ναι, για μένα δεν υπάρχει καλύτερο μαζί. Τα μάτια της είχαν αποκτήσει την όψη που έκανε τον Κίμωνα να μη θέλει να μιλήσει άλλο, μόνο της χάιδευε το κάτω χείλος και παρατηρούσε το προφίλ της, το έβρισκε πολύ πιο εκφραστικό απ' ό,τι θα μπορούσε να του εκμυστηρευτεί.
*
Στα 25 του είχε πολύ περισσότερη ενέργεια απ' όση χρειαζόταν η ζωή. Δεμένος με την φαντασία του θεωρούσε σημαντικότερο να βλέπει μακρύτερα απ' όσο του επέτρεπε η όρασή του. Η θάλασσα τον συνέπαιρνε. Διστακτικός να την ορίσει την κοίταζε με τις ώρες απ' το παράθυρό του. Και αναρωτιόταν αν η απεραντοσύνη της μπορούσε να τον απαλύνει απ' τη μοναξιά του. Όχι ήταν πολύ πιο εφήμερη για να χωρέσει στη θάλασσα. Η μοναξιά του ήταν ένα κύμα που έσκαγε πάνω του για να ανακυκλωθεί μέσα του. Δεν ήταν περισσότερο από μια αναταραχή που τη χρειαζόταν για να αντιπαρατεθεί με την ελαφρότητα της ύπαρξης του. Όπως η θάλασσα χωρίς τα κύματα θά' ταν μια μεγάλη μονοτονία. Άλλα δεν έφτανε και πάλι κάτω απ' την επιφάνεια. Το σκαρί του ήταν σχεδίας.
*
-Φόρεσα πάλι το καλύτερο σου ρούχο. Της είπε με το που τέλειωσε η ερωτική πράξη. Εκείνη που πριν λίγα δευτερόλεπτα τον κοίταζε σαν το πιο θείο δώρο πλέον μάτωνε στα χέρια του.
-Ποτέ δεν έγινα δικός σου, ποτέ δε θα γίνω. Συνέχισε λες και είχε ανοίξει μέσα του η πύλη της πιο αντιερωτικής εξομολόγησης. Εκείνη άρχισε να διαστέλλει τις κόρες της και να συγκρατεί με δυσκολία τη φωνή της.
-Αυτό που κάναμε δε λέγεται έρωτας, λέγεται σεξουαλική ανάγκη, αν επικοινωνήσαμε ποτέ ήταν μόνο και μόνο για να την ικανοποιήσουμε. Απορρούσε με τον εαυτό του, ήταν σίγουρα η πιο ακατάλληλη στιγμή να γίνει κακός απέναντί της. Εκείνη ένιωθε σαν να είχε εκραγεί απ' το δωμάτιο μισώντας το αποτύπωμά της που θα πρόδιδε την παρουσία της.
-Σταμάτα, δε σου φταίω σε τίποτα, ό, τι και να έκανα λάθος δε θέλω να μου πεις άλλα. Ντύθηκε κι έφυγε πιο γρήγορα από κάθε άλλη φορά.
*
“Στο πρώτο λεπτό της φυγής μου θα φορέσω ό, τι μου έμεινε απ' τα καθαρά ρούχα μου και το μόνο που θα μείνει θα είναι να καθαρίσει και η πνοή μου. Θα φωνάξω στον κόσμο με όση ψυχή μου απέμεινε πως τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα όσο φαίνονται, και πως κάτι υπάρχει μέσα στη λήθη μας που μας φέρνει και πάλι μαζί, που μας δείχνει πως να ξεπερνάμε ένα μικρό κακό που φώλιασε στην ψυχή μας. Και τότε ο κόσμος θα ανοίξει σαν αγκαλιά, η μόνη που ανοίγει τόσο διάπλατα, για να χλευάσει αυτό που νόμιζα πως μου ανήκει. Με μια κοινή τρυφερότητα θα προχωρήσω στο δεύτερο λεπτό με μια απλή τάση προς έμετο, δεν περίμενα άλλωστε ποτέ τέτοια ανταπόκριση στις επιταγές μου. Ώστε έγινα Θεός; Ένας κατακριτέος δικτάτορας που δεν ξέρει καν τα μέσα για τη σωτηρία του.”
Μονολογούσε ενώ έπινε τον καφέ του.
“Βγαίνω πάλι απ' το καβούκι μου γυμνός, με μία θέληση να αντικρίσω ό, τι με σκλαβώνει. Και ναι, αυτό που σε σκλαβώνει καμιά φορά, αν όχι πάντα, είναι το ίδιο με αυτό που σε απελευθερώνει, πως όμως να αντικρίσω τους ανθρώπους σαν να είναι αθώοι εκ γενετής; Αλίμονο, δεν είμαι εγώ που καταδικάζομαι κάθε μέρα; Και πως να μην το κάνω όταν το τελευταίο μου κουμπί είναι μόνο για λόγους μόνωσης.”
*
Στο δρόμο του βρέθηκε ένας περαστικός που είχε σκύψει κοιτάζοντας μέσα σ' ένα αυλάκι εκστατικά. Πήγε κοντά του και κοίταξε επίσης με μανία, το μόνο που φαινόταν ήταν μία λιμνούλα βρώμικο νερό.
-Ξέρετε ότι αυτό το νερό απέχει πολύ από αυτό που πίνουμε σωστά;
-Σωστά. Απάντησα προσπαθώντας να τον παρακινήσω να συνεχίσει με ένα νεύμα προσποιητού ενδιαφέροντος.
-Ε λοιπόν δεν απέχουμε εμείς από αυτό το νερό.
-Ευχαριστώ. Προχώρησε παρακάτω και είδε τον ουρανό καθώς σχίστηκε σε πολλές λωρίδες απ' τα σύννεφα την ώρα του δειλινού. Κόκκινα ποτάμια είχαν σχηματιστεί κι ένας χαιρέκακος ήλιος απολάμβανε το θέαμα κρυμμένος πίσω απ' τα σύννεφα. Είχε μια έντονη επιθυμία να ξαναβρεί τον άγνωστο κύριο και να του πει πως ο κόσμος δεν είναι βρώμικος επειδή τον βλέπει βρώμικο και όμως δεν είχε το κουράγιο. Αμφέβαλλε κατά πόσο θα τον άκουγε. Άλλωστε κι αυτός με το ζόρι τον άκουσε. Μιλούσε τόσο σιγά. Σαν να προσπαθούσε να κρύψει απ' τον ίδιο του τον εαυτό τα λόγια του. Όμως τον άκουσε. Και σίγουρος για την απελπισία του συνέχισε το δρόμο του σαν να τον ξεχώριζε από εκείνον κάτι το ανεξήγητο. Μα πως να βάλει τον εαυτό του στη θέση του; Αυτός που είχε περάσει από εκείνη τη λίμνη και ποτέ δε θέλησε να βγει; Αρκεί που δεν του κάλυπτε τα μάτια.
*
Ένιωθε πολύ μόνος μετά το χωρισμό κι αυτό το συναίσθημα του έδινε μια αυτοεκτίμηση. Γιατί δεν τον παρακινούσε σε δράση. Χάζευε πολύ περισσότερο από πριν με μικροπράγματα και μιλούσε με ανθρώπους καινούριους στη ζωή του. Έτσι βρήκε ένα φίλο στο καφέ. Κάθισε δίπλα του και του εκμυστηρεύτηκε πόσο ωραία ένιωθε εκείνη τη μέρα που τα σύννεφα είχαν δώσει τη θέση τους σ' έναν μοναδικό ήλιο. Εκείνος τον κοίταξε με απορία, σίγουρα δεν περίμενε να του μιλήσει και φαινόταν βιαστικός. Ανοιγόκλισε το στόμα του και άκουσε να του λέει πόσο είχε χαρεί κι αυτός για την καλοκαιρινή μέρα.
-Εντάξει, του είπε, καλοκαιρινή αλλά όχι και ιδανική. Απόρησε περισσότερο.
-Τι πάει να πει ιδανική μέρα; Αναρωτήθηκε. Τότε η απορία έγινε δική του και μην έχοντας την ιδανική απάντηση σηκώθηκε και τον αποχαιρέτησε μ' ένα χαμόγελο ανακούφισης. Ήξερε πως δε θα μπορούσε να του εξηγήσει απ' τη στιγμή που τον ρώτησε κάτι τόσο απόλυτο. Ό,τι και να έλεγε θα έπεφτε στο κενό. Όμως η ομιλία τους κατέληξε χωρίς να καταλήξει και αυτό του έδινε την ικανοποίηση της προσμονής. Της άσκοπης προσμονής. Το να χωρίζει απ' τους ανθρώπους του' χε γίνει κατάσταση σταθερή. Ζούσε πλέον με την εντύπωση πως πάντα θα βρίσκει νέους να μοιραστεί τα ανεπίδοτα συναισθήματά μου. Και που θα κατέληγε αυτό; Σε μια γυναικεία αγκαλιά ήλπιζε. Πως αλλιώς να επικοινωνήσει κανείς; Μέχρι τότε θα κοινωνούσε.
*
Πως είναι το σύμπαν χωρίς ανθρώπους; Έτσι είναι και η καρδιά του Κίμωνα. Επέζησε πολλές φθορές αλλά δεν παύει να είναι απάνθρωπο. Ένα συνονθύλευμα πετρωμάτων. Ένα απαύγασμα εκρήξεων. Κι όμως παραμένει πάντα ανεξερεύνητο, Αρκετά μυστηριώδες για να τον ωθήσει σε νέες αναζητήσεις. Έτσι παρά το χωρισμό του ήξερε πως η ζωή του ήταν πάντα έτοιμη να του ανοιχτεί σε νέες προκλήσεις. Έπιασε το τηλέφωνο και πήρε τον πρώτο άνθρωπο που σκέφτηκε.
-Γιώργο θα ήθελα πολύ να σε δω, θα είμαι στο καφέ σε μία ώρα αν μπορείς να περάσεις. Ο Γιώργος εμφανίστηκε ακριβώς σε μία ώρα. Ακρίβεια που τον έκανε να σκεφτεί θετικά την προοπτική της συνάντησής τους. Παρ' όλα αυτά άρχισε να μιλάει για τον εαυτό του ακατάπαυστα. Του είπε πόσο μόνος νιώθει που άφησε την Σόνια τόσο απότομα. Την ίδια στιγμή που ήξερε πως δε θα μπορούσε να κάνει αλλιώς. Του είπε πόσο θα ήθελε να τη δει και να χαθεί στην αγκαλιά της χωρίς να υπολογίζει ότι η αγκαλιά αυτή ανήκει στη Σόνια. Πράγμα αδύνατο. Κι όμως δεν μπορούσε να χαθεί στην αγκαλιά άλλης γυναίκας. Κάτι στις άλλες τον ξένιζε. Του έλεγε πως δεν μπορούσε να κάνει βήμα σε άλλη κατεύθυνση. Ο Γιώργος ψέλλισε κάτι αλλά μέσα στην ένταση που ένιωθε αδυνατούσε να καταλάβει τι. Τον ευχαρίστησε που τον άκουσε και σηκώθηκε.
*
Στο δρόμο έξω απ' το σπίτι του περίμενε η Σόνια. Η πρώτη του σκέψη ήταν να μην παρουσιαστεί μπροστά της αλλά δεν μπορούσε να κρυφτεί. Έπρεπε να σταθεί στα πόδια του και να την πείσει για την συνειδητή του απομάκρυνση. Η Σόνια τον κοίταζε με βλέμμα τρελής. Αδυνατούσε να εξηγήσει γιατί έπρεπε να τον κοιτάζει έτσι. Πήγε να του μιλήσει αλλά τη σταμάτησε και προχώρησε προς το σπίτι του. Η Σόνια μπήκε κι αυτή. Ετοίμασε ένα ποτήρι ουίσκι για τον ίδιο. Ρώτησε και τη Σόνια αν ήθελε αλλά δεν πήρε απάντηση. Κάθησε μπροστά της και περίμενε να ακούσει την ετυμηγορία της.
Ήταν έτοιμος ακόμα και για το πιο σκληρό κατηγορώ όταν εκείνη έβγαλε ένα στυλό και έγραψε στο σημειωματάριό της. Του το έδειξε. Με γράμματα τρεμάμενα έγραφε:
Πέτρο πρέπει να το αποδεχτείς, δε θα σταθεί εμπόδιο για μένα. Μα γιατί του μίλαγε με σημειώματα, τι νόμιζε, πως δεν είχε την υπομονή ούτε να την ακούσει; Είχε καταλάβει προφανώς ότι δεν ήταν σε θέση να ανοίξει διάλογο μαζί της και πήγε μέσω της πλαγίας οδού να τον προσεγγίσει. Αλλά αυτός δε θα υπόκυπτε.
-Ό, τι και να έχει γίνει στη ζωή σου δε με νοιάζει ούτε να το αποδεχτώ ούτε να το κρίνω, ο καθένας μόνος του πλέον. Η Σόνια καθόταν στωικά και τον άκουγε, έγραψε πάλι στο σημειωματάριό της, αυτή τη φορά πιο αποφασιστικά. Του το έδωσε.
Πέτρο μετά το ατύχημα όλα άλλαξαν, αλλά αυτό δεν είναι λόγος που πρέπει να ξεσπάσει πάνω μας.
Α τώρα ευθύνεται το ατύχημα! Αδύνατον να την καταλάβει. Ήταν σίγουρα τρελή. Το ότι δεν μπορούσαν να μιλήσουν σαν άνθρωποι που δεν έχουν κάτι να χωρίσουν ούτε καν της περνούσε απ' το μυαλό για λόγος.
-Σόνια δεν έχει καμία σχέση το ατύχημα και δεν καταλαβαίνω τέλος πάντων γιατί μου απευθύνεσαι γραπτά. Αυτή τη φορά είδε το στόμα της ν' ανοιγοκλείνει αλλά και πάλι δε μίλησε. Έγραψε αυτή τη φορά με μεγάλα γράμματα και τό κράτησε μπροστά στα μάτια του.
Δεν ακούς μετά το ατύχημα. Φαντάζεσαι ότι ακούς. Έχασες την ακοή σου και ποτέ δεν το συνειδητοποίησες. Επιμένεις να κοροϊδεύεις τον εαυτό σου. Για μένα δε σημαίνει τίποτα, σε αγαπάω.
Κοίταξε τις λέξεις αποσβολωμένος. Χτύπαγαν στο μυαλό του τόσο δυνατά. Είχε υποψιαστεί όλους τους άλλους εκτός απ' τον εαυτό του. Η επικοινωνία όμως δεν είναι ζήτημα μόνο εξωτερικό. Τον διαπέρασε σύγκρυο. Έριξε γροθιά στο σημειωματάριο που πετάχτηκε στη γωνία του δωματίου και χώθηκε στην αγκαλιά της. Κι ας μη σκεφτόταν ότι ήταν της Σόνιας.
Οκτώβριος '09
Saturday, January 7, 2012
Ακαταστασία
Αναζητώ ποιητικά τοπία
σ' ένα καμβά με λάσπη
κι ανθρώπους γυαλιστερούς.
Αγκομαχώ με τις κλειδώσεις του μυαλού μου
μήπως ξεσπάσει ο χείμαρρος
κρυμμένος με περισυλλογή.
Αστράφτω στο σκοτάδι των τοίχων
όμως τα τούβλα δε μου χαρίζουν τις οπές τους.
Οκτώβριος 'Ο9
σ' ένα καμβά με λάσπη
κι ανθρώπους γυαλιστερούς.
Αγκομαχώ με τις κλειδώσεις του μυαλού μου
μήπως ξεσπάσει ο χείμαρρος
κρυμμένος με περισυλλογή.
Αστράφτω στο σκοτάδι των τοίχων
όμως τα τούβλα δε μου χαρίζουν τις οπές τους.
Οκτώβριος 'Ο9
Subscribe to:
Posts (Atom)