Sunday, January 30, 2011

EMILY DICKINSON - NATURE

XXVIII

Ξέρω ένα μέρος που το καλοκαίρι παλεύει
με μια τόσο πρακτική πάχνη,
κάθε χρόνο επιστρέφει τις μαργαρίτες της,
αναφέρει στα γρήγορα, “Χάθηκαν”,

μα όταν ο νοτιάς ακινητοποιεί τους νερόλακκους
κι αγωνίζεται στα μονοπάτια,
η καρδιά της την υποψιάζεται για την υπόσχεσή της,
κι αυτή στάζει απαλά ρεφραίν

στα πόδια του διαμαντιού
και μπαχαρικά, και τη δροσιά,
που σκληραίνει ήσυχα σε χαλαζία
πάνω στο κεχριμπαρένιο παπούτσι της.


XXIX

Ο ένας που μπορούσε να επαναλάβει την καλοκαιρινή μέρα
θα ήταν μεγαλύτερος απ' αυτήν, αν και
μπορεί να ήταν ο μικροσκοπικότερος άνθρωπος.
Κι αυτός που μπορούσε ν' αναπαράγει τον ήλιο,
την ώρα που έπεφτε-
την αργοπορία και την κηλίδα, εννοώ-
όταν η Ανατολή γίνεται υπερβολικά μεγάλη,
και η Δύση μένει άγνωστη,
το όνομά του παραμένει.


ΧΧΧ

Ο άνεμος μου χτύπησε σαν ένας κουρασμένος άνθρωπος,
και σαν ένας οικοδεσπότης, “περάστε μέσα”,
απάντησα τολμηρά· και τότε πέρασε
στην κατοικία μου μέσα

ένας βιαστικός, χωρίς πόδια επισκέπτης,
το να του προσφέρω μια θέση
ήταν το ίδιο αδύνατο με το να δώσω
έναν καναπέ στον αέρα.

Ούτε κόκκαλο είχε να τον δέσει,
η ομιλία του ήταν σαν το συνονθύλευμα
πολλών φωνών πουλιών ταυτόχρονα
από έναν υπέρτατο θάμνο.

Η όψη του κάτι το κυματοειδές,
τα δάχτυλά του, αν τα διαθέσει,
αφήνουν ν' ακουστεί μια μουσική, σαν νότες
που φυσάνε τρέμοντας σ' ένα γυαλί.

Επισκέφτηκε, αν και τρεμάμενος·
και μετά, σαν φοβισμένος ανθρωπος,
ξαναχτύπησε ελαφρά -ήταν αναστατωμένος-
και ξαναέμεινα μόνη.

1 comment:

Anonymous said...

γυρισα ελατε να δειτε http://asximia.blogspot.com