Saturday, December 7, 2013

Απαντοχή


Χαρές με δώρισαν
στου δρόμου το χώρισμα
με ένα μου βήμα
περνάω στο σώμα μου
και κάνω δική μου
όλη μου τη θλίψη.

23/2/10

Saturday, November 23, 2013

Ο τρόπος της έκστασης


Έχω απαγορεύσει στον εαυτό μου
να γράφει όποτε το υπαγορεύσει το μυαλό μου.

*

Επιτέλους σηκώθηκε ο τρόμος
κι αρίθμησε τις ιαχές μας
ανήμπορος να τις σταθμίσει.


20/2/10

Thursday, October 31, 2013

Η φορά των πραγμάτων


Μπροστά σας πνίγω μια χρυσή κούκλα
μπροστά σας έρπομαι κρύβοντας κύκνους
μπροστά σας έμαθα τι σημαίνει το δάκρυ
κρατώντας το στεγνό πριν αγκαλιάσει το γέλιο σας
που πηγάζει απ' την καρδιά σας με τη μεγαλύτερη ευκολία
που γνώρισα μπροστά σας.

19.2.10

Wednesday, October 16, 2013

Πως διασύρεται η μοναξιά


Χαρά σημαίνει να σε βλέπω να κρατάς οράματα
με χέρια παιδιού που ξέχασε το θάνατο
ασφάλισέ με στο μέρος που φύλαξες
με δάκρυα πέτρες
και κραταιά χαμόγελα,
καθαρίζει τώρα το τοπίο
πλέον δε φοβάσαι τις ιαχές
αυτές δε δίστασαν να σε φέρουν γυμνή στα μάτια μου
ντυμένη σε χάνω.

10/2/10

Thursday, September 26, 2013

Ανήλεη η ζωή μας τραγουδά


Η γλώσσα μας οφείλει τις κραυγές της
όταν η φωνή μας διώξει το χαμένο της πρόσωπο
θα ξέρουμε πως να συμφωνούμε με τη χαρά μιας σκιας
μας αρκεί ο ήλιος όσο δε μας τυφλώνει
και σίγουρα ξεχνάμε τη θέληση που διέσωσε ο κατακλυσμός
σάμπως να είμαστε έτοιμοι να πνιγούμε
ή είμαστε ήδη πνιγμένοι
περπατάμε τότε στο βυθό και δε σαλεύει η επιφάνεια
μια αόρατη ισορροπία βρέθηκε στα ίχνη της ανθρωπιάς.

9/2/10

Thursday, September 5, 2013

Σώμα ήμουν μέχρι να γίνω όνειρο


Από τότε που έφερες το σχήμα σου στη θέα μου
ξεχνάω πως να σαρώνω τις πτυχές του
αφού σ' αυτές κολυμπάει κάθε ανατολή
αμέριμνα σηκώνομαι να ξεσκονίσω τον ήλιο
για να φανεί η πελώρια στάση σου
η χώρα της ομορφιάς και η θάλασσα
σε γέννησαν ή πέθαναν για να ζεις
αφού χωρίς καμία ενόχληση επικρατείς.

8/2/10

Friday, July 26, 2013

Όπως χαράζουμε σύμβολα

 

Στο σώμα σου κυλάει το πιο μοιρολατρικό χέρι

μέσα σε παντελώς άγνωστες φωνές σε βρίσκω με τρομάζω

κάνω την ομορφιά σου είδωλο απαρνιέμαι το κάθε τι που δε σε περιέχει

συχνάζω στις γυμνές ιαχές στον έρωτα σε ό, τι έπλασες μεμιάς

συντηρώ το μέλλον με μια ματιά στα βλέφαρά σου

μαζί ανοίγουμε τον άνεμο το χώμα

κι όλη η έρημος της καρδιάς

γίνεται θόλος της καλοσύνης σου.


28/1/10

Thursday, July 11, 2013

Προσευχόμενος σε χάνω


Αγέλαστη η φωνή σου με παραπέμπει στη μνήμη

να συμφωνήσω την απουσία σου

χωρισμένος απ' το σώμα μου

διακόπτω τη συνύπαρξη με λυγμούς

σταθμίζομαι για σένα

στο θάνατο.


28/1/10

Thursday, June 13, 2013

Επειδή με δώρισες στο χρόνο


 

 

είσαι ελεύθερη και να με σκοτώσεις

αφού σε χάραξα μέσα μου με τόση δύναμη

που κάθε σου χτύπημα είναι μια ριπή φωτός

για να θυμάμαι τη μοναδική σου χαραυγή

αφημένη στο χώμα μου.
 
 
 
25/1/10

Saturday, April 20, 2013

Robert Desnos: SIRAMOUR (απόσπασμα)

Καλημέρα φλόγα.
Απλώνει προς το μέρος μου τα μακριά, μαύρα της γάντια.
Κι είναι πρωί φωτιά αυγή σκοτάδια λάμψη.
Καλημέρα φλόγα.
Δεν με καις.
Αλλού με πας.
Και, ω φλόγα, θα γίνω στάχντη αν μ' απαρνηθείς.
Λοιπόν, όπως πέφταν τ' αστέρια από τον ουρανό μες στην αόρατη λάμψη που μέσα της βυθιζόμουν με ηδονή,
Τα χέρια της έβαλε στο λαιμό μου και καθώς με κοίταζε στα μάτια μ' αυτό το βλέμμα που τα μάτια ρουφάει, είπε:  "Εσένα θα' πρεπε να είχα αγαπήσει".
Θυμήσου αυτά τα λόγια στα χρόνια που θα 'ρθουν, εσύ, η μόνη άξια να ενσαρκώσεις την ασύγκριτη αγάπη για μιαν άλλη που για πάντα έχει χαθεί,
Ίσως ποτέ δε θα τα ξαναπείς
Στο σταυροδρόμι των ρυτίδων, κάτω από τον ουρανό των μαραμένων ημερών, των ξεχασμένων πόθων.
Φιλώ τα χέρια σου,
Έχεις κάθε δικαίωμα να μη με αγαπάς
Ανόητος όποιος δεν το αναγνωρίζει
Φιλώ τα χέρια σου.
Ψηλά στον ουρανό ανεβαίνουν ήρεμοι ατμοί και το τραγούδι ενός πουλιού τόσο άσχημου που το διώχνουν τα σύννεφα, ενώ ο ουρανός, όταν αυτό το μοναχικό πουλί πετά, γίνεται πιο φωτεινός, πιο καθαρός,
Φιλώ τα χέρια σου.
Φιλώ τα χέρια σου πριν φύγω για τη νύχτα, την ώρα που έρχονται οι εφιάλτες, όταν εσύ κοιμάσαι κι ονειρεύεσαι, όταν με σκέφτεσαι και όταν με ξεχνάς.
Φιλώ τα χέρια σου, είσαι ελεύθερη να μη με αγαπάς. Και συ,
Θυμάσαι εκείνη τη σειρήνα από κερί που μου 'χεις δώσεις;
Ω να πεθάνεις δεν μπορείς από την μεταμόρφωση του έρωτά μου, ζεις απ' αυτήν εις τον αιώνα.
Γιατί μόνο τον έρωτα αποζητάς εσύ, τον έρωτα ποθεί εκείνη.
Ποτέ δε θα πεθάνεις
Μόνο τη μέρα που θα 'χω ξεχάσει ότι αγάπησα.
Αυτή η σειρήνα που μου έχεις δώσει, είναι εκείνη.
Ξέρεις ποια τρομαχτική σειρά συμβόλων με οδήγησε από σένα, που υπήρξες το αστέρι, σε κείνη που είναι η σειρήνα;
Ω αδελφές παράλληλες του ουρανού και του ωκεανού!
Είσαι όμως εσύ.
Σε συνάντησα μια άλλη νύχτα,
Μια περίφημη νύχτα καταιγίδων, δακρύων, τρυφερότητας, οργής,
Ναι, εσένα συνάντησα, ήσουν εσύ.
Όταν όμως σε πλησίασα, όταν σε κάλεσα και μίλησα,
Κάποια άλλη γυναίκα μου απάντησε:
Πώς ξέρετε το όνομά μου;


πηγή: Robert Desnos, Ποιήματα, μτφρ: Βερονίκη Δαλακούρα, εκδ. Εστία.

Friday, April 19, 2013

Σεργιάνι


 

 

Μερικά πράγματα δε λέγονται καλύτερα απ' ότι γράφονται

αυτή η συμφορά μάς χρέωσε τη συνάντηση

με το θεό της κάθε νέας αρχής

που σχηματίζει την ομορφιά με πέταλα αέρα

ποτίζεται ο χείμαρρος κι αρπάζει για μια φορά τη ζωή

ξεφωνημένη πλύστρα ιπποδρόμου

καθαιρέστε τις συμβουλές όσο ακόμα μας κοιτάζουν τα σύννεφα

και η βροχή της πρώτης χαράς θα σύρει μαζί της ένα χάρτινο περιδέραιο

να φτάσει σ' εμάς καράβι γεμάτο διδαχές

από κόκκινο σταφύλι απάτητο.
 
22/1/10

Tuesday, March 19, 2013

Μέρες γιορτής



Η φύση μας υπαγόρευσε τη θυσία

εφήμερα ν' αφοπλίζουμε τον ουρανό

καλύπτοντας τη σιωπή της ομορφιάς

ξεχάστηκε η θεότητα στο κάδρο

ωχρή η μνήμη αναπαριστά δεδομένα

και πάντα η επιθυμία σοβαρεύει τη ζωή.



22/1/10

Monday, March 4, 2013

Éluard: 4 ποιήματα


ΝΥΧΤΕΣ ΜΟΙΡΑΣΜΕΝΕΣ

 

Πεισμώνω ν’ αναμείξω φαντασίες με αμφισβητούμενες πραγματικότητες. Σπίτια ακατοίκητα, σας γέμισα με γυναίκες εξαιρετικές, ούτε λιπόσαρκες, ούτε ισχνές, ούτε ξανθιές, ούτε μελαχρινές, ούτε τρελές, ούτε συνετές, λίγο ενδιαφέρει, με γυναίκες πιο σαγηνευτικές από πιθανές, λόγω μιας λεπτομέρειας. Αντικείμενα άχρηστα, ακόμα και η ανοησία που προέβη στην κατασκευή σας για μένα  ήταν μια πηγή σαγηνεύσεων. Υπάρξεις αδιάφορες, συχνά σας άκουσα, όπως ακούμε το θόρυβο των κυμάτων και το θόρυβο των μηχανών ενός πλοίου, περιμένοντας απολαυστικά την ναυτία. Απόκτησα τη συνήθεια των πιο ασυνήθιστων εικόνων. Τις είδα εκεί που δεν υπήρχαν. Τις μηχανοποίησα όπως τα ξυπνήματα και τoυς ύπνους μου. Οι πλατείες, όπως οι σαπουνόφουσκες, υποτάχτηκαν στο φούσκωμα των μάγουλών μου, οι δρόμοι στα πόδια μου το ένα μετά το άλλο και το άλλο με τη σειρά του μετά το ένα, μετά τα δύο και κάνουν το άθροισμα, οι γυναίκες δεν μετατοπίζονταν πια παρά ξαπλωμένες, ο ανοιχτός κορσές τους να αναπαριστάνει τον ήλιο. Ο λόγος, με ψηλά το κεφάλι, με τον κλοιό της αδιαφορίας του, φανός με κεφάλι μυρμηγκιού, ο λόγος, φτωχό ιστίο της τύχης για έναν άνδρα αποτρελαμένο, φτωχό ιστίο της τύχης του καραβιού… να κοιτάς πιο ψηλά.

 

*

 

Για να μου βρω λόγους για να ζήσω, επιχείρησα να καταστρέψω τους λόγους μου να σ’ αγαπώ. Για να μου βρω λόγους να σ’ αγαπώ, έζησα άσχημα.

 

(1932 – Η ΑΜΕΣΗ ΖΩΗ)
 
 
ΕΚΑΝΕ ΝΑ ΥΨΩΘΕΙ ΕΝΑ ΠΑΛΑΤΙ ΠΟΥ ΕΜΟΙΑΖΕ ΜΕ ΛΙΜΝΟΥΛΑ Σ’ ΕΝΑ ΔΑΣΟΣ, ΓΙΑΤΙ ΟΛΕΣ ΟΙ ΠΑΡΟΥΣΙΕΣ ΡΥΘΜΙΣΜΕΝΕΣ ΑΠ’ ΤΟ ΦΩΣ ΕΙΧΑΝ ΚΑΤΑΦΥΓΕΙ ΜΕΣΑ ΣΕ ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ, ΚΑΙ Ο ΔΙΑΦΑΝΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΑΥΟΤΑΝ ΣΤΟ ΥΣΤΑΤΟ ΒΑΘΟΣ ΧΡΥΣΩΝ ΚΑΙ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙΩΝ, ΟΠΩΣ ΕΝΑΣ ΣΚΑΡΑΒΑΙΟΣ
 
Μια λόχμη από σύννεφα σε μια ηλιακή πλατεία
Ένα πλοίο φορτωμένο άχυρο σ’ ένα χείμαρρο από χαλαζίες
Μια μικρή σκιά που με ξεπερνά
Μία γυναίκα πιο μικρή κι από μένα
Που βαραίνει τόσο στην ζυγαριά των πυγμαίων
Όσο ένα κρανίο χελιδονιού στον αντίθετο άνεμο
Όσο η πηγή με το κενό βλέμμα στην ανερχόμενη παλίρροια
 
Μια μέρα πιο μακριά ο ορίζοντας ανασταίνει
Και δείχνει στην μέρα που ανατέλλει την μέρα που δεν τελείωνε πια
Το ταβάνι βυθίζεται για ν’ αφήσει το τοπίο να εισβάλει
Απομεινάρια τοίχων όμοια με απαρχαιωμένους χορούς
Το δυσάρεστο τέλος μιας μονομαχίας θανάσιμης όπου γεννιούνται καταφύγια κεριά
Ο ενταφιασμός όπως σκοτώνουμε τον συρφετό
Γέλιο με σπασμούς μια παλέτα που συντίθεται
Το χρώμα καίει τα επίπεδα
Τρέχει από θαμπώματα σε εκτυφλώσεις
Δείχνει στους κυανούς παγετώνες τις πίστες αίματος
Ο άνεμος κραυγάζει ενώ περνώντας κυλάει πάνω στ’ αυτιά
Ο ουρανός που εκρήγνυται παίζει πάνω στον πράσινο ιππόδρομο
Μέσα σ’ ένα θορυβώδη λάκκο εντόμων
Το σκουλήκι της κοιλάδας είναι γεμάτο από μια φωτιά διαυγή και απαλή
Όπως ένα πούπουλο
Ψάξτε τη γη
Ψάξτε τους δρόμους και τα πηγάδια και τις μεγάλες υπόγειες φλέβες
Τα κόκαλα αυτών που δεν είναι όμοιοί μου
Και που κανείς δεν αγαπά πια
Δεν μπορώ να μαντέψω τις ρίζες
Το φως με υποστηρίζει
 
Ψάξτε τη νύχτα
Είναι όμορφα όπως σ’ ένα κρεβάτι
Όλο ζέση η πιο όμορφη απ’ τις αγαπησιάρες
Υποκλίνεται μπροστά στ’ αποκοιμισμένα αγάλματα του εραστή της
Δεν σκέφτεται πια ότι κοιμάται
Η ζωή παίζει τη σκιά τη γη ολόκληρη
Είναι όλο και πιο όμορφα νύχτα και μέρα
Η πιο όμορφη απ’ τις ερωμένες
Προσφέρει τα τεντωμένα χέρια της
Με τα οποία έρχεται από μακριά
Απ’ το πέρας του κόσμου των ονείρων της
Με κλίμακες ρίγους και καλπάζουσας σελήνης
Μέσα απ’ τις ασφυξίες της ζούγκλας
Τις ακίνητες θύελλες
Τα δηλητηριώδη σύνορα
Τις πικρές νύχτες
Τα πελιδνά και έρημα νερά
Μέσα απ’ τις σκουριές του πνεύματος
Και τους τοίχους της αϋπνίας
Τρεμάμενο κοριτσάκι με κροτάφους ερωτευμένης
Όπου τα δάχτυλα των φιλιών στηρίζονται πάνω στην καρδιά του από ψηλά
Επάνω σ’ ένα απομεινάρι τρυφερότητας
Επάνω στη βάρκα των πουλιών
Η άπειρη πίστη
Είναι γύρω απ’ το κεφάλι της που γυρνάνε οι σίγουρες αυριανές ώρες
Πάνω στο μέτωπό της τα χάδια βγάζουν στο φως όλα τα μυστήρια
Είναι απ’ την κόμη της
Απ’ τη δεμένη εσθήτα του ύπνου της
Που οι αναμνήσεις θα πετάξουν
Προς το μέλλον αυτό το γυμνό παράθυρο
 
Μια μικρή σκιά που με ξεπερνά
Μια σκιά το πρωί.
 
 
(1934 – ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΡΟΔΟ)
 
ΣΤΗΝ ΑΡΕΤΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
 
Τέλειωσα με το δωμάτιο που κοιμάμαι, που ονειρεύομαι
Τέλειωσα με την εξοχή και την πόλη που ζω,
Όπου ονειρεύομαι ξύπνιος, όπου ο ήλιος ανατέλλει,
Όπου, θησαυρίζεται το φως, στα μάτια που δεν έχω.
 
Κόσμε μικρόχαρε, χωρίς επιφάνεια και χωρίς βάθος,
Με τις απολαύσεις που μόλις τις ανακαλύψεις είναι κιόλας ξεχασμένες,
Η γέννηση και ο θάνατος αρθροίζουν την επίδρασή τους
Μέσα στις πτυχές της γης και του ουρανού που μπερδεύονται.
 
Δεν έχω αποχωριστεί τίποτα αλλά έχω διπλασιάσει την καρδιά μου.
Με το ν’ αγαπώ, τα ‘χω όλα δημιουργήσει: πραγματικό, φανταστικό,
Έχω δώσει την λογική της, τη μορφή της, την ζεστασιά της
Και τον αθάνατο ρόλο της σ’ εκείνη που με φέγγει.
                                                                                                27 νοέμβρη 1946
 
                        *
 
Εικοσι-οκτώ νοεμβρίου χίλια εννιακόσια σαραντα-έξι
 
                        *
 
Δεν θα γεράσουμε μαζί
                        Να λοιπόν η μέρα
                                    Πέραν του δέοντος: ξεχειλίζει ο χρόνος.
 
                        *
 
Η τόσο ανάλαφρη αγάπη μου παίρνει το βάρος μιας ενοχής.
 
                                    (1947 – ΞΕΧΕΙΛΙΖΕΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ)
 
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ
II
 
Η ανέχεια είναι σαν ένα κοπίδι
Που κόβει μες στη ζωντανή σάρκα
Κι έχοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο υποστεί το αποτρόπαιο
Όπως απ’ το βέλος στο πουλί
Απ’ τη φωτιά της ερήμου στο φυτό
Όπως ο πάγος πάνω στα νερά
 
Η καρδιά μου έχει υποστεί τις φθορές
Της δυστυχίας και της αδικίας
Ζούσα σ’ ένα μιαρό καιρό
Όπου κάποιοι διαπράτταν τις τρυφές τους
Ξεχνώντας τους αδερφούς τους γιους τους
Η συγκυρία μ’ έκλεισε στους τοίχους της
 
Μα μες στη νύχτα μου δεν ονειρεύτηκα παρά το κυανό.
 
*
 
Τα μπορούσα όλα και δεν μπορούσα τίποτα
Μπορούσα όλα να τ’ αγαπώ μα όχι αρκετά.
 
*
 
Ο ουρανός η θάλασσα η γη
Με καταβρόχθισαν
 
Χάρη στον άνθρωπο ξαναγεννήθηκα.
 
*
 
Ενθάδε κείται εκείνος που έζησε χωρίς να αμφιβάλλει
Ότι η αυγή είναι καλή σε όλες τις εποχές
Όταν πέθανε νόμιζε ότι θα γεννηθεί
Γιατί ο ήλιος έβγαινε ξανά.
 
*
Έζησα κουρασμένος για εμένα και τους άλλους
Μα πάντα ήθελα να ανακουφίσω τους ώμους μου
Και τους ώμους των αδερφών μου των πιο φτωχών
 Απ’ αυτό το κοινό βάρος που μας οδηγεί στον τάφο
 
Στο όνομα της ελπίδας μου τάχθηκα ενάντια στον ίσκιο.
 
*
 
Σταμάτα και θυμήσου το δάσος
Το λιβάδι το πιο καθαρό κάτω απ’ τον ζωηρό ήλιο
Θυμήσου τα χωρίς ομίχλη χωρίς τύψεις βλέμματα
 
Το δικό μου έχει απαλειφθεί το δικό σου το έχει αντικαταστήσει
Με το να έχουμε υπάρξει με το να είμαστε ζωντανοί συνεχίζουμε
Να στεφανώνουμε την επιθυμία του να υπάρχεις και να διαρκείς.
 
(1953 ΑΔΙΑΚΟΠΗ ΠΟΙΗΣΗ ΙΙ)

Friday, February 22, 2013

Alphonse de LAMARTINE (1790-1869)



 

Ώστε, πάντα σπρωγμένοι σε νέες όχθες,

Ριγμένοι χωρίς γυρισμό μες στην αιώνια νύχτα,

Δε θα μπορέσουμε ποτέ στον ωκεανό των εποχών

Να ρίξουμε μονο μια μέρα την άγκυρα;

 

Ω λίμνη! η χρονιά μόλις που τελείωσε την πορεία της,

Και κοντά στα ακριβά κύματα όπου όφειλε να ξανάρθει,

Κοίτα! έρχομαι μόνος να καθίσω σ’ αυτή την πέτρα

Όπου την είδες να κάθεται!

 

Μούγκριζες το ίδιο κάτω από αυτούς τους βαθείς βράχους,

Το ίδιο έσπαγες πάνω στις ξεσκισμένες πλευρές τους,

Το ίδιο ο άνεμος έριχνε τον αφρό των κυμάτων σου

Πάνω στα χρυσωμένα πόδια της.

 

Ένα βράδυ, το θυμάσαι; πλέαμε γαλήνια,

Δεν ακουγόταν τίποτα, πάνω στο κύμα και κάτω απ’ τον ουρανό,

Εκτός απ’ το θόρυβο των κουπιών που χτύπαγαν ρυθμικά

Τα αρμονικά σου κύματα.

 

Σε κάθε χτύπημα προφορές άγνωστες στη γη

Της γοητευμένης όχθης κρούανε την ηχώ

Το κύμα έγινε προσεκτικό, και η ακριβή φωνή

Άφησε να βγουν αυτές οι λέξεις:

 

«Ω χρόνε! διέκοψε το πέταγμά σου, κι εσείς, ώρες βιαστικές!

Σταματήστε την πορεία σας:

Αφεθείτε να γευτείτε αυτές τις γρήγορες απολαύσεις

Των πιο όμορφων των ημερών μας!

 

Αρκούν οι δυστυχισμένοι που εδώ κάτω σας επικαλούνται

 Τρέξτε, τρέξτε για αυτούς,

Πάρτε μαζί με τις μέρες τους, τις έγνοιες που τους κατατρώνε,

Ξεχάστε τους ευτυχισμένους.

 

Αλλά μάταια ζητάω λίγες στιγμές ακόμα,

Ο χρόνος με ξεπερνάει και φεύγει,

Λέω σ’ αυτή τη νύχτα: ας είσαι πιο αργή, και η αυγή

Θα διαλύσει το σκοτάδι.

 

Ας αγαπάμε λοιπόν, ας αγαπάμε λοιπόν! για την ώρα που φεύγει,

Ας βιαστούμε, ας χαρούμε!

Ο άνθρωπος δεν έχει πουθενά λιμάνι, ο χρόνος δεν έχει πουθενά όχθη,

Ρέει, και εμείς περνούμε!»

 

Χρόνε φθονερέ, μπορεί άραγε αυτές οι στιγμές της μέθης,

Όπου ο έρωτας με τα μεγάλα του κύματα μας φέρνει την ευτυχία,

Να πετάξουν μακριά μας με την ίδια ταχύτητα

Των μερών της δυστυχίας;

 

Ε τι! δεν μπορούμε έστω να κρατήσουμε το ίχνος;

Τι! περασμένες για πάντα! τι! εντελώς χαμένες!

Αυτός ο χρόνος που τις έδωσε, αυτός ο χρόνος που τις έσβησε,

Δε θα μας τις επιστρέψει πια!

 

Αιωνιότητα, μηδέν, παρελθόν, σκοτεινές άβυσσοι,

Τι τις κάνετε τις μέρες που καταβροχθίζετε;

Μιλήστε: δε θα μας επιστρέψετε αυτές τις ψηλές εκστάσεις

Που μας αρπάξατε;

 

Ω λίμνη! βράχοι βουβοί! σπηλιές! δάσος σκοτεινό!

Εσείς, που ο χρόνος σας λυπάται ή μπορεί να σας ανανεώσει

Φυλάξτε αυτή τη νύχτα, φυλάξτε, φύση όμορφη,

Έστω την ανάμνηση!

 

Ας υπάρχει στις ανάπαυλές σας, ας υπάρχει στις καταιγίδες σας,

Όμορφη λίμνη, και μέσα στην όψη των γελαστών λόφων,

Και μέσα στα μαύρα έλατα, και μέσα στους άγριους βράχους

Που κρέμονται πάνω στα νερά σας.

 

Ας είναι μες στον ζέφυρο που τρέμει και περνά,

Μες στους θορύβους των γκρεμών σου απ’ τους συνεχείς γκρεμούς σου,

Μες στο άστρο με το ασημένιο μέτωπο που ασπρίζει την επιφάνεια

Των απαλών διαύγειών σου.

 

Αφού και ο άνεμος που στενάζει, το καλάμι που αναπνέει,

Και τα απαλά αρώματα του ευωδιαστού αέρα σου,

Και όλα όσα ακούμε, βλέπουμε ή αναπνέουμε,

Όλα λένε: Αγάπησαν!

Sunday, February 10, 2013

Paul Eluard:


A MARC CHAGALL

 

Ane ou vache coq ou cheval

Jusqu’à la peau d’un violon

Homme chanteur un seul oiseau

Danseur agile avec sa femme

 

Couple trempé dans son printemps

 

L’or de l’herbe le plomb du ciel

Séparés par des flammes bleues

De la santé de la rosée

Le sang s’irise le cœur tinte

 

Un couple le premier reflet

 

Et dans un souterrain de neige

La vigne opulente dessine

Un visage aux lèvres de lune

Qui n’a jamais dormi la nuit

 
(1946 - Le dur désir de durer)
 
 

ΤΟΥ ΜΑΡΚ ΣΑΓΚΑΛ

 

Γαϊδουράκι ή αγελάδα κόκκορας ή άλογο

Μέχρι το δέρμα ενός βιολιού

Άνθρωπος τραγουδιστής ένα μόνο πουλί

Χορευτής ευλύγιστος με τη γυναίκα του

 

Ζευγάρι βαπτισμένο μέσα στην άνοιξή του

 

Ο χρυσός του χορταριού το μολύβι τ’ ουρανού

Χωρίζονται από γαλάζιες φλόγες

Της υγείας της δροσιάς

Το αίμα ιριδίζει η καρδιά ακούγεται

 

Ένα ζευγάρι η πρώτη αντανάκλαση

 

Και μέσα σ΄ ένα υπόγειο από χιόνι
 
Το άφθονο αμπέλι σχεδιάζει

Ένα πρόσωπο με χείλη από φεγγάρι

Που ποτέ δεν κοιμήθηκε την νύχτα.
 
( 1946 - Η ασίγαστη επιθυμία να διαρκείς)

Tuesday, January 29, 2013

Δήλωση μετάνοιας



Ό, τι θέλω να σας πω

είναι ένα δείγμα

της απροσδόκητης ανάμιξης

σάρκας με ουρανό

στο επίπεδο του ανθρώπου


20/1/10

Thursday, January 24, 2013

Μας γέννησαν μέχρι θανάτου



Βρήκαμε τη θέση μας σ' ένα ξεχασμένο τοπίο

εμπενευσμένο κενό ανάμεσα σε γερασμένα δέντρα

μας δώρισες όλο το άρρητο για να το κατηγορήσουμε

επί αιώνες σε αναζητούσαμε με το πρώτο μας βήμα

κουραζόμαστε νωρίς και σύντομα ελπίζουμε στο παρελθόν

πως να θυμόμαστε τις αγνές προθέσεις μας εξασκούμαστε

ρίχνοντας τη λήθη μας σ' ένα ποτήρι μεθυσμένη

κι αρπάζοντας τις αυγές μέχρι το βράδυ τους

τότε μια άρπα μας καλεί

σήμα κατεθέν μας.

20/1/10

Thursday, January 10, 2013

Xρήση ανέμου



Επισυνάπτω ιαχές σε κόκκινα σύμβολα

αχρηστεύοντας διδάγματα μαθαίνω να σπαρταράω

το πρώτο μας κοίταγμα διαπρέπει ακόμα

πιο όμορφα απ' την παραδοχή της ζωής

στέκεται η απαρχή της ανάσας

διωγμένη από κτίσματα συνενοχής

πλέον διαφέρουν η βροχή η αστραπή

στο ενιαίο στερέωμα των ραφινάτων χαδιών.


16/1/10