Friday, December 30, 2011
Κάτι σαν παιχνίδι
πάντα μου διαφεύγει η πραγματικότητα;
Εκεί που βρίσκομαι μέσα της
και είμαι έτοιμος να συμμετάσχω
στην ανίκητη πορεία της
κάτι -αόριστο πάντα-
με πιάνει απ' το χέρι
με μετατρέπει σε μωρό παιδί
που η βούλησή του υπαγορεύεται
από κάτι που ποτέ δε θα προσδιορίσει
αλλά πάντα στέκεται ανυπεράσπιστο.
Ίσως να λειτουργεί και σε μένα η νοσταλγία
-αν και νόμιζα πως μ' αφορά μόνο το μέλλον-
τουλάχιστον σ' ένα βαθμό τέτοιο
που να θαυμάζω
μόνο την παιδική ηλικία.
Σεπτέμβριος '09
Friday, December 16, 2011
Ποίηση
στίχοι καρφιά
που γίνονται πόδια
και κάθονται
καρέκλες
και κάποτε στρώματα
μήπως και βολέψεις
κάπου
την καρδιά σου.
Σεπτέμβριος '10
Wednesday, December 7, 2011
Κάθε άνθρωπος κι ένα καταφύγιο
μέχρι που οι άνθρωποι εξανθρωπίστηκαν
κι έμεινα ν' αγαπάω τη φυγή.
2
Μίσησα κάθε στιγμή
που δεν μπόρεσα να κοιτάξω κατάματα.
3
Όση αγάπη και να προσφέρεις
πάντα θα υπάρχει κάτι που ξέχασες ν΄ αγαπήσεις.
4
Φωτίστηκε η νύχτα
με το που τα μάτια σου
μιμήθηκαν τ'αστέρια.
Σεπτέμβρης '10
Wednesday, November 23, 2011
Saturday, November 12, 2011
Monday, October 31, 2011
(άτιτλο)
δούλος της εγώ
κι εσύ
όλοι μας
που κάποτε γευτήκαμε το χρώμα της
αρθρώσαμε το φωνήεν της
κι αφήσαμε ένα συριγμό
ν' ακολουθεί το ξημέρωμα.
23/9/10
Tuesday, October 18, 2011
Wednesday, September 21, 2011
Φ. Γ. Λόρκα (1899-1936)
(ερωτικό ποίημα)
Monday, September 5, 2011
(άτιτλο)
που αγγίζουμε για πάντα ουρανό
φιλάμε ολόσωμα το χώμα
διασύρουμε την πίκρα μας στο χώρο
μέχρι να λάμψει αστέρια
η φυγή μας.
σεπτέμβριος '09
Tuesday, August 23, 2011
(άτιτλο)
νά' χει να θυμάται η πνοή μου
πως να καθρεφτίζει οράματα
εφήμερα καινούρια και δοσμένα
στην γλυκιά θύμηση που φέρνει το πρόσωπό σου
ας μη σ' έχω δει
κι ούτε θα σε δω
πραγματικά.
Tuesday, August 2, 2011
Περιοδική ακτινοβολία
Thursday, July 28, 2011
(άτιτλο)
Thursday, July 14, 2011
Πνιγμός στο χώμα
Monday, July 4, 2011
(άτιτλο)
Monday, June 20, 2011
Antonin Artaud(1896-1948), Friedrich Nietzsche(1844-1900), Wilhelm Reich(1897-1957)
Υπάρχει στο είναι
κάτι το ξέχωρα προκλητικό για τον άνθρωπο
κι αυτό το κάτι είναι ακριβώς.
Α. Αρτώ
Καλύτερα να πηγαίνεις στις μύτες των ποδιών σου
Παρά με τα τέσσερα!
Καλύτερα να περνάς από μια κλειδαρότρυπα
Παρά από ορθάνοιχτες πόρτες!
(Νίτσε, Χαρούμενη Γνώση, ποίημα με τίτλο ΒΑΣΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΩΝ ΠΟΛΥ ΕΚΛΕΠΤΥΣΜΕΝΩΝ)
Καίγομαι και τρώω τον εαυτό μου.
Ό,τι πιάνω γίνεται φως
Ό,τι αφήνω είναι στάχτη:
Φλόγα είμαι, σίγουρα!
(Νίτσε, Χαρούμενη Γνώση, απ’ το ποίημα ECCE HOMO)
Το δηλητήριο που σκοτώνει τις πιο αδύναμες φύσεις δυναμώνει τις ισχυρές – οι οποίες επίσης δεν το ονομάζουν δηλητήριο. (Νίτσε, Χ.Γ., σ. 68)
Αυτό με το οποίο θέλει να δώσει τις αποδείξεις της η ηθική το αναιρεί την ίδια στιγμή μέσω του κριτήριού της για το τι είναι ηθικό! (Νίτσε, Χ.Γ., σ. 72)
Η διαφθορά είναι απλώς μια άσχημη λέξη για το φθινόπωρο ενός λαού. (Νίτσε, Χ.Γ., σ. 77)
Να ξεμπερδέψουμε με την υπόθεση των πράξεών μας
με το πεπρωμένο
και με την επικρατούσα
εξουσία
σημαίνει ότι επιβάλλουμε
τη θέλησή μας
μ έναν τρόπο
τόσο καινούριο
για να δείξουμε ότι η ρυθμική τάξη των πραγμάτων και της έκβασης που έχουν τα πράγματα άλλαξαν την πορεία τους
(Αρτώ, Γ.Υ.Θ., σ. 36)
«Το να βρεθεί κάποιος, έστω και για λίγο, μόνος σ’ ένα δωμάτιο μ’ ένα ανθρώπινο πλάσμα του αντίθετου φύλου, χωρίς εκείνη να φοβηθεί πως εκείνος θα της επιτεθεί, είναι κάτι που ούτε καν περνάει απ’ το μυαλό του θωρακισμένου ανθρώπου» (Ράιχ, Δ.Χ., σ. 52)
«Η συζυγική αγάπη δεν έχει καμιά σχέση με την άδεια γάμου. Η ανάπτυξη της συζυγικής αγάπης είναι απλή. Εύκολα κατορθώνεται» (Ράιχ, Δ.Χ., σ. 54).
«Ναι, Ανθρωπάκο, σου είναι πιο εύκολο να καταβροχθίσεις την ευτυχία σου παρά να την προστατέψεις» (Ράιχ, Α.Α., σ. 38).
«Αυτός είσαι συ, Ανθρωπάκο. Καλός είσαι στο να κερδίζεις, στο ν’ αδειάζεις με την κουτάλα κάτι έτοιμο, αλλά να δημιουργείς, είσαι ανίκανος. Γιαυτό είσαι αυτό που είσαι. Γιαυτό περνάς όλη σου τη ζωή μέσα σ’ ένα γραφείο, ή μπροστά σ’ ένα ταμπλώ σχεδίων, ή μέσα σ’ ένα συζυγικό σακάκι, ή σε μια αίθουσα διδασκαλίας να μαθαίνεις γράμματα τα παιδιά που μισείς» (Ράιχ, Α.Α., σ. 42).
«Για ρίξει μια ματιά στους πατριώτες σου: δεν περπατάνε, πηγαίνουνε μαρς. Δεν μισούν τον εχθρό˙ έχουν "εχθρούς κληρονομιάς" που ανταλλάζουν κάθε δέκα χρόνια, κάνοντάς τους "φίλους κληρονομιάς", και ξανά "εχθρούς κληρονομιάς"» (Ράιχ, Α.Α., σ. 43).
«Το φυσικό, το "θεϊκό", το "καλό", παραμένουν απρόσιτα, επειδή ο ανθρώπινος χαρακτήρας δεν είναι δομημένος σύμφωνα με τις ανάγκες του, αλλά σύμφωνα με την επιφανειακή, παρορμητική και άσκοπη ανορθολογικότητα» (Ράιχ, Π.Μ., σ. 78)
«Η φύση: δηλαδή, να τολμάς να είσαι μη ηθικός όπως η φύση» (Νίτσε, Θ.Δ., σ. 107).
«η ανελεύθερη θέληση απαιτεί μια ξένη θέληση» (Νίτσε, Θ.Δ., σ. 123)
«"Εκτός αν γίνετε σαν τα μικρά παιδιά": ω, πόσο πολύ απέχουμε απ’ αυτή την ψυχολογική αφέλεια!» (Νίτσε, Θ.Δ., σ. 167)
«Πότε και πού έμοιασε ένας άνθρωπος κάποιας σπουδαιότητας με το χριστιανικό ιδεώδες; (…) –ας ξεφυλλίσουμε όλους τους ήρωες του Πλουτάρχου» (Νίτσε, Θ.Δ., σ. 184).
«ζούμε στην εποχή της σύγκρισης, (..) η ενστικτώδης δραστηριότητά μας είναι να συγκρίνουμε ένα ανήκουστο αριθμό πραγμάτων» (Νίτσε, Θ.Δ., σ. 184)
«Η δυσπιστία στρέφεται προς τις εξαιρέσεις» (Νίτσε, Θ.Δ., σ. 230).
«για να μπορεί ο άνθρωπος να σέβεται τον εαυτό του, πρέπει να είναι ικανός να γίνει και κακός» (Νίτσε, Θ.Δ., σ.236).
«Μια απορριπτέα πράξη σημαίνει: ένας αποδοκιμαζόμενος κόσμος γενικά…» (Νίτσε, Θ.Δ., σ.239).
«Πρέπει να είναι κανείς αρκετά φιλόσοφος για να θαυμάζει ακόμη και αυτό το μηδέν» (Νίτσε, Θ.Δ., σ. 245)
«εμείς βλέπουμε κάτι άλλο στην καρδιά των πραγμάτων: την αινιγματική φύση μας, τις αντιφάσεις μας, τη βαθύτερη, πιο οδυνηρή, πιο δύσπιστη σοφίας μας» (Νίτσε, Θ.Δ., σ. 256).
«Όποιος βρίσκει εύκολα την αρετή, γελά επίσης μαζί της» (Νίτσε, Θ.Δ., σ. 256).
«Δεν είναι θέμα να προπορεύεσαι, (…) αλλά να είσαι ικανός να πηγαίνεις μόνος, να είσαι ικανός να είσαι διαφορετικός» (Νίτσε, Θ.Δ., σ. 283).
«"Από τους καρπούς τους θα τις γνωρίσετε" – δηλαδή, τις "αλήθειες" μας: αυτός είναι ο συλλογισμός των ιερέων μέχρι σήμερα» (Νίτσε, Θ.Δ., σ. 308).
«το σκιάχτρο του αρχαίου φιλοσόφου: ένα φυτό αποσπασμένο από κάθε έδαφος˙ μια ανθρώπινη φύση χωρίς ιδιαίτερα ρυθμιστικά ένστικτα˙ μια αρετή που "αποδεικνύεται" με λόγους. (…) Ο Σωκράτης είναι η στιγμή της βαθύτερης διαστροφής στην ιστορία των αξιών. (…) Υπάρχει κάτι το ανάρμοστο στο να δείχνεις όλα τα χαρτιά σου» (Νίτσε, Θ.Δ., σ. 340).
«Κατά βάθος, η ηθική είναι εχθρική προς την επιστήμη» (Νίτσε, Θ.Δ., σ.353)
«Πρέπει να πηγαίνει κανείς το θάρρος και την αυστηρότητά του τόσο μακριά ώστε να αισθάνεται μια τέτοια υποταγή όπως μια ντροπή» (Νίτσε, Θ.Δ., σ. 363).
»…Argentée, légère, telle un poisson ;
Ma barque, à présent, vogue dans l’espace. »
Friedrich Nietzsche
»…Επάργυρη, ανάλαφρη, ίδια ένα ψάρι˙
Η βάρκα μου, στο παρόν, πλανεύεται μέσα στο χώρο.»
πηγές: Friedrich Nietzsche, Η Χαρούμενη Γνώση, εκδ. Εξάντας. 1882. (Χ.Γ.)
Friedrich Nietzsche, Η θέληση για δύναμη, εκδ. Βάνιας. (Θ.Δ.)
Karl Jaspers (1883-1969), Friedrich Nietzsche. 1936.
Wilhelm Reich, Άκου Ανθρωπάκο, εκδ. Πύλη. 1945. (Α.Α.)
Antonin Artaud, Για να τελειώνουμε με την υπόθεση του Θεού, εκδ. Αιγόκερως. 1948. (Τ.Υ.Θ.)
Wilhelm Reich, Ta παιδιά του μέλλοντος, εκδ. Αποσπερίτης. 1950. (Π.Μ.)
Thursday, June 16, 2011
(άτιτλο)
Friday, June 10, 2011
Προσωπογραφία
η λεκτική σου υπόσταση
επιμένει στο χρωμάτισμα του κόσμου
με κάρδαμο
και άσεμνα χαμογελά
στην πιο θνητή πραγματικότητα
αφού πάντα πεθαίνει ο κεραυνός.
13.7.09
Sunday, May 29, 2011
Νίκος Εγγονόπουλος
Thursday, May 26, 2011
Ανδρέας Εμπειρίκος
Sunday, May 22, 2011
Pierre Reverdy (1889-1960)
Friday, May 20, 2011
Επικράτηση
Saturday, May 7, 2011
Προσοχή άνθρωπος
Saturday, April 30, 2011
P. Eluard:
Wednesday, April 27, 2011
Ρ.Μ.Ρίλκε:
Monday, April 18, 2011
Arthur Rimbaud - Illuminations (Εκλάμψεις)
Sunday, April 10, 2011
Απώλεια
προσβλέπουν στην ανταύγεια
της θάλασσας
αφηνιάζουν τ' ουρανού
εκδικόμενα κεραυνούς
κι εύκολα επικρατεί της βροντής
ο φλοίσβος.
Friday, April 1, 2011
Κραταιά φεγγάρια
μας έπνιξε απαλά
αφροί φωτός γέμισαν το πρόσωπό μας
λάμψεις χρυσές κάποτε
πλέον μουγκές,
εφόρμησαν τα θέλω μας
στα φράγματά μας
χωρίσαμε τα σώματά μας
και ποτέ δε θελήσαμε τόσο την υπέρβαση
όσο όταν οι καρδιές μας ένιωσαν το χτύπο τους
κώδωνας της ψυχή μας.
5.7.09
Saturday, March 19, 2011
ΑΝΤΙ ΑΥΤΑΠΑΤΗΣ
Ναι σάπισε το μήλο σας
και πως να τα βγάλετε πέρα με σκουλήκια
αφού εσείς σκαρώσατε το χρέος σας
να τυφλώσετε ο ένας τον άλλο
αν και κάπου κάπου βλέπετε μακριά
γιατί τα σκουλήκια έχουν φτάσει στο μυαλό σας
που ξεχύθηκε καθώς περνούσατε τα τριαντάφυλλα
για κοινά άνθη.
*
Το λουλούδι της νιότης
σπιτώθηκε σε οίκους ανοχής
σύρθηκε με κόπο μέχρι την πόρτα
και στο προαύλιο
έλειπε η αυλή.
*
Άστατος εφήμερος ανήκουστος εσπερινός
μια βραδιά του νου προσμένουμε χωρίς τέλος
για να μη βλέπουμε πια ότι ο ουρανός μαράθηκε.
*
Σας παρακαλώ ακούστε λίγο τον κότσυφα
δεν έχει λόγο που τραγουδάει.
Saturday, March 12, 2011
Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005)
Πόσα χρόνια να γυρίσει...
Κι όμως η μυρουδιά της χυμένη παντού
Ξεχασμένη σ' όλο το δωμάτιο στις πιο απίθανες γωνιές
Σάμπως να ζει ακόμη ανάμεσά μας!
Όμως πρέπει να γύρισε ύστερα από τόσα χρόνια
Αυτές τις ώρες την προσμένω κάθε βράδυ
Σχεδιάζοντας με το μολύβι κόκκινα στόματα απάνω στο χαρτί
Όπως και να 'τανε έπρεπε να τρίξει πάλι η πόρτα
Ας είναι κι απ' τον άνεμο.
Ας ειν' με δυο ημικύκλια στεγνά πάνω στα χείλη
Στο μέτωπο κατάμαυρες ραβδώσεις
Φτάνει που θα 'ρθει μοναχά ύστερα από χρόνια
Μ ό ν ο που θα 'ρθει!...
Σχεδιάζοντας κόκκινα φλογερά στόματα απάνω στο χαρτί.
...Νόμισα πως θα πνιγόμουνα!
13.12.43
Θυμάσαι που σου 'λεγα: όταν σφυρίζουν τα πλοία μην είσαι στο λιμάνι.
Μα η μέρα που έφευγε ήτανε δικιά μας και δε θα θέλαμε ποτέ να την αφήσουμε
Ένα μαντήλι πικρό θα χαιρετά την ανία του γυρισμού
Κι έβρεχε αλήθεια πολύ κι ήταν έρημοι οι δρόμοι
Με μια λεπτήν ακαθόριστη χινοπωριάτικη γεύση
Κλεισμένα παράθυρα κι οι άνθρωποι τόσο λησμονημένοι
-Γιατί μας άφησαν όλοι; Γιατί μας άφησαν όλοι;
Κι έσφιγγα τα χέρια σου
Δεν είχε τίποτα τ' αλλόκοτο η κραυγή μου.
...Θα φύγουμε κάποτε αθόρυβα και θα πλανηθούμε
Μες στις πολύβοες πολιτείες και στις έρημες θάλασσες
Με μιαν επιθυμία φλογισμένη στα χείλια μας
Είναι η αγάπη που γυρέψαμε και μας την αρνήθηκαν
Ξεχνούσες τα δάκρυα, τη χαρά και τη μνήμη μας
Χαιρετώντας λευκά πανιά π' ανεμίζονται.
Ίσως δε μένει τίποτ' άλλο παρά αυτό να θυμόμαστε.
Μες στην ψυχή μου σκιρτά το εναγώνιο Γιατί,
Ρουφώ τον αγέρα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης
Χτυπώ τους τοίχους της υγρής φυλακής μου και δεν προσμένω απάντηση
Κανείς δε θ' αγγίξει την έκταση της στοργής και της θλίψης μου.
Κι εσύ περιμένεις ένα γράμμα που δεν έρχεται
Μια μακρινή φωνή γυρνά στη μνήμη σου και σβήνει
Κι ένας καθρέφτης μετρά σκυθρωπός τη μορφή σου
Τη χαμένη μας άγνοια, τα χαμένα φτερά.
OI NIKHMENOI
Aνάβαλες την τελευταία πάντα μέρα τη φυγή σου
Είχαμε μέσα κι οι δυο μας βαθιά τον πανικό του χωρισμού.
Νοσταλγούσαμε τόσο να χαρίσουμε τις αβέβαιες πλάνες μας στ' όνειρο
Όμως ποιος δε λογάριασε τα λευκά καλοκαίρια που πληγώσαν τα χρόνια μας
Ποιος δεν επίστεψε πως δεν είχαμε ακόμα πληρώσει το χρέος μας ολάκερο
Και βρίσκουμε την κρίσιμη τούτη στιγμή αιχμάλωτους όρκους στη νιότη μας, αισθήματα πιο πλούσια από τ' άναμμα της σάρκας
Ξέρεις πως πια ξεχάσαμε τ' αμέριμνα παιδιά που σπαταλούσαν το γέλιο τους
Ξέρεις πως θα' ρθει μια μέρα που θα φορέσουμε αλογάριαστα ολόγυμνοι τον εαυτό μας
Συντροφεύοντας τις ακριβές μας αμφιβολίες, ξαγρυπνήσαμε ατέλειωτες νύχτες χωρίς δίπλα μας να 'ναι κανείς ν' ακούσει την αγωνία της φωνής μας
Αγαπήσαμε μια τρικυμία καινούρια, κι όμως γιατί ν' αναβάλλουμε πάντα την ώριμη χρονολογία;
Και μένουμε δυο νικημένοι μ' ολιγόπιστα μάταια φερσίματα.
ΠΕΝΤΕ ΜΙΚΡΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΙΙΙ
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
Κάτω απ' τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
Κάμε να σ' ανταμώσω, κάποτε, φάσμα χαμένο του πόθου μου
Κι εγώ ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ κρατώντας
Ακόμα μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες.
(Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς
Να γνωρίζω κανένανε κι ούτε
Κανένας με γνώριζε).
απ' την πρώτη του συλλογή "Εποχές" (1945). Πηγή: "Μανόλης Αναγνωστάκης, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1941-1971". Εκδ. Νεφέλη.
Thursday, March 10, 2011
Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996)
Monday, March 7, 2011
ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ (Jacques Prévert) 1900-1977
Rappelle-toi Barbara
Il pleuvait sans cesse sur Brest ce jour-là
Et tu marchais souriante
Epanouie ravie ruisselante
Sous la pluie
Rappelle-toi Barbara
Il pleuvait sans cesse sur Brest
Et je t' ai croisée rue de Siam
Tu souriais
Et moi je souriais de même
Rapelle-toi Barbara
Toi que je ne connaissais pas
Toi qui ne me connaissais pas
Rappele-toi
Rappelle-toi quand même ce jour-là
N' oublie pas
Un homme sous un porche s' abritait
Et il a crié ton nom
Barbara
Et tu as couru vers lui sous la pluie
Ruisselante ravie épanouie
Et tu t' es jetée dans se bras
Rappelle-toi cela Barbara
Et ne m' en veux pas si je tutoie
Je dis tu à tous ceux que j' aime
Même si je ne les ai vus qu' une seule fois
Je dis tu à tous ceux qui s' aiment
Même si je ne les connais pas
Rappelle-toi Barbara
N' oublie pas
Cette pluie sage et heureuse
Sur ton visage heureux
Sur cette ville heureuse
Cettte pluie sur la mer
Sur l' arsenal
Sur le bateau d' Ouessant
Oh Barbara
Quelle connerie la guerre
Qu' es-tu devenue maintenant
Sous cette pluie de fer
De feu d' acier de sang
Et celui qui te serrait dans ses bras
Amoureusement
Est-il mort disparu ou bien encore vivant
Oh Barbara
Il pleut sans cesse sur Brest
Comme il pleuvait avant
Mais ce n' est plus pareil et tout est abîmé
C' est une pluie de deuil terrible et désolée
Ce n' est même plus l' orage
De fer d' acier de sang
Tout simplement des nuages
Qui crèvent comme des chiens
Des chiens qui disparaissent
Au fil de l' eau sur Brest
Et vont pourrir au loin
Au loin très loin de Brest
Dont il ne reste rien.
*
ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ
Θυμήσου Μπαρμπαρά
Έβρεχε συνέχεια στη Βρέστη κείνη τη μέρα
Και περπατούσες χαμογελώντας
Χαρούμενη ευτυχισμένη στάζοντας
Μες στη βροχή
Θυμήσου Μπαρμπαρά
Έβρεχε συνέχεια στη Βρέστη
Και σε συνάντησα στην οδό Σιάμ
Χαμογελούσες
Και χαμογελούσα κι εγώ
Θυμήσου Μπαρμπαρά
Εσύ που δε σε γνώριζα
Εσύ που δε με γνώριζες
Θυμήσου
Θυμήσου κείνη τη μέρα
Μην ξεχνάς
Ένας άντρας προφυλαγμένος κάτω από μια μαρκίζα
Φώναξε τ' όνομά σου
Μπαρμπαρά
Κι έτρεξες κοντά μου μες στη βροχή
Στάζοντας ευτυχισμένη χαρούμενη
Κι έπεσες στην αγκαλιά μου
Θυμήσου το αυτό Μπαρμπαρά
Κι αν σου μιλώ στον ενικό μην το παρεξηγείς
Έτσι μιλάω σ' όσους αγαπώ
Ακόμη κι αν τους έχω δει μονάχα μια φορά
Μιλάω έτσι σ' όσους αγαπιούνται
Ακόμη κι αν δεν τους ξέρω
Θυμήσου Μπαρμπαρά
Μην ξεχνάς
Αυτήν την ήσυχη κι ευτυχισμένη βροχή
Πάνω στο ευτυχισμένο σου πρόσωπο
Πάνω σ' αυτήν την ευτυχισμένη πόλη
Αυτήν τη βροχή πάνω στη θάλασσα
Πάνω στο ναυπηγείο
Πάνω στο πλοίο του Ουεσάν
Αχ Μπαρμπαρά
Τι κουταμάρα ο πόλεμος
Τι ν' απόγινες τάχα
Κάτω από κείνη τη βροχή του σίδερου
Της φωτιάς τ' ατσαλιού και του αίματος
Κι αυτός που σ' έσφιγγε στην αγκαλιά του
Ερωτικά
Πέθανε χάθηκε ή ακόμα ζει
Αχ Μπαρμπαρά
Βρέχει συνέχεια στη Βρέστη
Όπως έβρεχε και πρώτα
Κι όμως δεν είναι το ίδιο κι όλα έχουν καταστραφεί
Είναι μια βροχή πένθιμη φοβερή και θλιμμένη
Δεν είναι πια ούτε η καταιγίδα
Του σίδερου τ' ατσαλιού του αίματος
Μονάχα κάτι σύννεφα
Που ψοφάνε σαν σκυλιά
Σκυλιά που χάνονται
Στο ρεύμα του νερού της Βρέστης
Και πάνε να σαπίσουν μακριά
Μακριά πολύ μακριά απ' τη Βρέστη
Που δεν της απόμεινε τίποτα.
ΟΔΟΣ ΣΗΚΟΥΑΝΑ
Οδός Σηκουάνα δέκα και μισή
το βράδυ
στη γωνιά ενός άλλου δρόμου
ένας άντρας τρικλίζει... ένας άντρας νέος
μ' ένα καπέλο
ένα αδιάβροχο
μια γυναίκα τον ταράζει...
τον ταράζει
και του μιλά
κι αυτός κουνά το κεφάλι αρνητικά
το καπέλο του είναι στραβά
και το καπέλο της γυναίκας γέρνει να πέσει
είναι χλομοί κι οι δυο τους
ο άντρας σίγουρα θέλει να φύγει...
να χαθεί... να πεθάνει...
μα η γυναίκα έχει μια φλογερή διάθεση να ζήσει
και η φωνή της
η φωνή της ψιθυριστή
που ακούγεται όμως
είν' ένα παράπονο...
μια προσταγή...
μια κραυγή...
τόσο άπληστη αυτή η φωνή...
και θλιμμένη
και ζωντανή...
ένα άρρωστο νεογέννητο που τουρτουρίζει πάνω σ' ένα τάφο
σ' ένα κοιμητήρι το χειμώνα...
η κραυγή κάποιου με τα δάχτυλα μαγκωμένα στην πόρτα...
ένα τραγούδι
μια φράση
πάντα η ίδια
μια φράση
που επαναλαμβάνεται...
χωρίς σταματημό
χωρίς απάντηση...
ο άντρας την κοιτάζει στρέφει αλλού το βλέμμα του
κουνάει τα χέρια του
σαν να πνίγεται
κι η φράση επαναλαμβάνετται
στην οδό Σηκουάνα στη γωνιά ενός άλλου δρόμου
η γυναίκα συνεχίζει
ακούραστα...
συνεχίζει την ανήσυχη ερώτησή της
πληγή που δεν μπορεί να κλείσει
Πιέρ πες μου την αλήθεια
Πιέρ πες μου την αλήθεια
θέλω να μάθω τα πάντα
πες μου την αλήθεια...
το καπέλο της γυναίκας πέφτει.
Πιέρ θέλω να μάθω τα πάντα
πες μου την αλήθεια...
ερώτηση ανόητη και βαρύγδουπη
ο Πιέρ δεν ξέρει τι ν' απαντήσει
τα 'χει χαμένα
αυτός που λέγεται Πιέρ...
έχει ένα χαμόγελο που θα το 'θελε ίσως τρυφερό
και ξαναλέει
Έλα τώρα ησύχασε τρελάθηκες
μα δεν ξέρει πόσο δίκιο έχει
μα δε βλέπει
δεν μπορεί να δει πόσο
το στόμα του στραβώνει απ' το χαμόγελό του...
πνίγεται
ο κόσμος γέρνει πάνω του
και τον πνίγει
είναι φυλακισμένος
στριμωγμένος απ' τις ίδιες του τις υποσχέσεις...
του ζητούν λογαριασμό...
αντίκρυ του...
μια μηχανή λογιστική
μια μηχανή που γράφει ερωτικά γράμματα
μια μηχανή οδύνης
τον αρπάζει...
γαντζώνεται πάνω του...
Πιέρ πες μου την αλήθεια.
απ' το βιβλίο "ΠΡΕΒΕΡ-Επιλογή από το έργο του", μτφ: Δημήτρης Καλοκύρης, εκδ.:Η μικρή Εγνατία
το ποίημα στα γαλλικά απ΄ το "Jacques Prévert-Paroles, éditions Gallimard, 1949"
Saturday, March 5, 2011
Paul Valéry, Charmes (1922):
Brisez mon corps, cette forme pensive!
Buvez, mon sein, la naissance du vent!
Une fraîcheur, de la mer exhalée!
Me rend mon âme... O puissance salée!
Courons à l' onde en rejaillir vivant!
(...)
Le vent se lève!.. il faut tenter de vivre!
*
Όχι, όχι!.. Ορθοί! Στον χρόνο που κυλάει!
Σώμα μου, σπάσε τη στοχαστική αυτή μορφή!
Στήθος μου πιες τη γέννηση τ' ανέμου!
Μία πνοή δροσιάς, που αναδίδει η θάλασσα,
Μου δίνει πίσω την ψυχή... Ω δύναμη της άλμης!
Ας τρέξουμε στο κύμα για ν' αναβλύσω ζωντανός!
(...)
Φυσάει!... εμπρός λοιπόν, πρέπει να ζήσουμε!
απ' το "ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ" (Le Cimetière marin), μτφρ: ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΝΤΑΒΟΣ, εκδ: ΑΡΜΟΣ
Wednesday, March 2, 2011
Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)
στριφογυρίζοντας μέσα σε σπασμένες πέτρες, τρεις ή έξι χιλιάδες χρόνια
ψάχνοντας σε οικοδομές γκρεμισμένες που θα ήταν ίσως το δικό μας σπίτι
προσπαθώντας να θυμηθούμε χρονολογίες και ηρωικές πράξεις˙
θα μπορέσουμε;
γιατί δεθήκαμε και σκορπιστήκαμε
και παλέψαμε με δυσκολίες ανύπαρχτες όπως λέγαν,
χαμένοι, ξαναβρίσκοντας ένα δρόμο γεμάτο τυφλά συντάγματα,
βουλιάζοντας μέσα σε βάλτους και μέσα στη λίμνη του Μαραθώνα,
θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά;
απ' τη συλλογή "Μυθιστόρημα"
-"Άκουσε ακόμη τούτο. Στο φεγγάρι
τ' αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι
ανάμεσα σε ζωντανούς καρπούς - τ' αγάλματα˙
κι' η φλόγα γίνεται δροσερή πικροδάφνη,
η φλόγα που καίει τον άνθρωπο, θέλω να πω".
-"Είναι το φως... ίσκιοι της νύχτας..."
-"Ίσως η νύχτα που άνοιξε, γαλάζιο ρόδι,
σκοτεινός κόρφος, και σε γέμισε άστρα
κόβοντας τον καιρό.
στα δυο, σαν το ροδάκινο˙
γίνεται φίλημα στα μέλη κι' αναφυλλητό
κι' έπειτα φύλλο δροσερό που παίρνει ο άνεμος˙
λυγίζουν˙ γίνουνται αλαφριά μ' ένα ανθρώπινο βάρος.
Δεν το ξεχνάς".
φοβάσαι το φιλί μη σε προδώσει
Saturday, February 26, 2011
Σαίρεν Κίρκεγκωρ (1813-1855)
*
Πόσοι στις μέρες μας καταλαβαίνουν τι είναι το παράλογο, πόσοι ζουν έχοντας τα πάντα απαρνηθεί και τα πάντα αποκτήσει, πόσοι έχουν μονάχα την παρρησία να αναγνωρίσουν τι μπορούν και τι δεν μπορούν να κάνουν;
*
Είναι σκληρό να μην αποκτάς εκείνον στον οποίο μπορείς να δοθείς, ανείπωτα σκληρότερο όμως είναι να μην μπορείς καθόλου να δοθείς.
πηγή: Φόβος και τρόμος, εκδόσεις Νεφέλη
Saturday, February 19, 2011
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ (Βισουάβα Σιμπόρσκα)
Αποτελεσματικό στο σπίτι,
αποδοτικό και στο γραφείο,
δίνω εξετάσεις, εξαφανίζομαι στο δικαστήριο,
κολλάω προσεκτικά τα σπασμένα πιατικά —ό,τι χρειάζεται εσύ να κάνεις είναι να με πάρεις,
να με λιώσεις κάτω απ’ την γλώσσα σου,
ό,τι χρειάζεται να κάνεις είναι να με καταπιείς
και απλά να με κατεβάσεις με λίγο νερό.
Ξέρω πώς να χειρίζομαι τις κακοτυχίες,
πως ν’ αντέχω τα άσχημα νέα,
να μειώνω στο ελάχιστο τις αδικίες,
να ξεδιαλύνω την απουσία του Θεού,
να σε βοηθήσω να διαλέξεις ένα ταιριαστό στο πρόσωπό σου βέλο χηρείας.
Τι περιμένεις λοιπόν —
να εμπιστεύεσαι τη συμπόνια της χημείας.
Είσαι ακόμα νέα,
πρέπει κι εσύ πραγματικά να χαλαρώνεις κάπως.
Ποιος είπε
ότι πρέπει να βιώνεις καρτερικά τη ζωή;
Δώσ’ μου την άβυσσό σου,
θα την επενδύσω με απαλό ύπνο,
θα νιώσεις ευγνωμοσύνη που σου χαρίζω
τέσσερα πόδια να πέφτεις.
Πούλησέ μου την ψυχή σου.
Άλλος αγοραστής δεν θα βρεθεί.
Κι ούτε απόμεινε πια δαίμονας άλλος.
Μτφ.: Βασίλης Καραβίτης
Βισουάβα Σιμπόρσκα, Μια Ποιητική Διαδρομή, Εκδόσεις Σόκολη-Κουλεδάκη
Monday, February 14, 2011
Γαλάζια θέληση
σε χίλια φιλιά που χτίζουν
με υλικό στιγμές, χρυσάφι
και μέλι
λιωμένες εκλάμψεις
και ποτέ δε θα σε χρειαστώ λιγότερο
απ' ότι ο ήλιος τη φωτιά.
6.7.09
Monday, February 7, 2011
ΓΚΕΟΡΓΚ ΛΙΧΤΕΝΜΠΕΡΓΚ 1742-1799
Τίποτα δεν είναι πιο στενάχωρο από την κατάσταση αυτή: να παίρνεις υπερβολικές προφυλάξεις για να προλάβεις ένα ατύχημα και να κάνεις ακριβώς ό, τι χρειάζεται για να το επισύρεις στο κεφάλι σου, τη στιγμή που αν δεν είχες τίποτα προβλέψει απολύτως, θα ήσουν σίγουρα σε ασφάλεια. Είδα κάποιον να κάνει κομμάτια ένα βάζο πολύτιμο, θέλοντας να το βγάλει απ' τη θέση όπου καθόταν ήσυχα για τουλάχιστο έξι μήνες, κι αυτό, μόνο και μόνο απ' το φόβο, μήπως κινδύνευε το βάζο, καμιά μέρα, κατά τύχη, ν' αναποδογυριστεί.
Sunday, January 30, 2011
EMILY DICKINSON - NATURE
Ξέρω ένα μέρος που το καλοκαίρι παλεύει
με μια τόσο πρακτική πάχνη,
κάθε χρόνο επιστρέφει τις μαργαρίτες της,
αναφέρει στα γρήγορα, “Χάθηκαν”,
μα όταν ο νοτιάς ακινητοποιεί τους νερόλακκους
κι αγωνίζεται στα μονοπάτια,
η καρδιά της την υποψιάζεται για την υπόσχεσή της,
κι αυτή στάζει απαλά ρεφραίν
στα πόδια του διαμαντιού
και μπαχαρικά, και τη δροσιά,
που σκληραίνει ήσυχα σε χαλαζία
πάνω στο κεχριμπαρένιο παπούτσι της.
XXIX
Ο ένας που μπορούσε να επαναλάβει την καλοκαιρινή μέρα
θα ήταν μεγαλύτερος απ' αυτήν, αν και
μπορεί να ήταν ο μικροσκοπικότερος άνθρωπος.
Κι αυτός που μπορούσε ν' αναπαράγει τον ήλιο,
την ώρα που έπεφτε-
την αργοπορία και την κηλίδα, εννοώ-
όταν η Ανατολή γίνεται υπερβολικά μεγάλη,
και η Δύση μένει άγνωστη,
το όνομά του παραμένει.
ΧΧΧ
Ο άνεμος μου χτύπησε σαν ένας κουρασμένος άνθρωπος,
και σαν ένας οικοδεσπότης, “περάστε μέσα”,
απάντησα τολμηρά· και τότε πέρασε
στην κατοικία μου μέσα
ένας βιαστικός, χωρίς πόδια επισκέπτης,
το να του προσφέρω μια θέση
ήταν το ίδιο αδύνατο με το να δώσω
έναν καναπέ στον αέρα.
Ούτε κόκκαλο είχε να τον δέσει,
η ομιλία του ήταν σαν το συνονθύλευμα
πολλών φωνών πουλιών ταυτόχρονα
από έναν υπέρτατο θάμνο.
Η όψη του κάτι το κυματοειδές,
τα δάχτυλά του, αν τα διαθέσει,
αφήνουν ν' ακουστεί μια μουσική, σαν νότες
που φυσάνε τρέμοντας σ' ένα γυαλί.
Επισκέφτηκε, αν και τρεμάμενος·
και μετά, σαν φοβισμένος ανθρωπος,
ξαναχτύπησε ελαφρά -ήταν αναστατωμένος-
και ξαναέμεινα μόνη.
Friday, January 21, 2011
Επέλαση
τα μάτια σου ξέρουν
βρέχουν συνέχεια τα πηγάδια σου
κι ασύδοτα μας κυλάει το μέλλον,
δυο μικρές απλωμένες καρδιές χώρεσαν τον κόσμο
και τον πιο γλυκό σου στεναγμό.
2.7.09
Monday, January 10, 2011
Παύση
φώναξες με το σώμα μου
με δώρισες στην πιο μεγάλη στιγμή
και στάθμισα τα κύματα
και φόρεσα το καλοκαίρι
με γνώμονα τα μάτια σου.
3.7.09