Επιστροφή στην Τιπαζά(...)
Το μεσημέρι, πάνω στις πλαγιές τις μισοσκεπασμένες από άμμο και ηλιοτρόπια σαν τον αφρό που θαρρείς τον είχαν αποθέσει τα μανιασμένα κύματα των τελευταίων ημερών, κοιτούσα τη θάλασσα καθώς την ώρα εκείνη φούσκωνε μόλις με μια κίνηση εξάντλησης και χόρταινα τις δυο δίψες μου, αυτές που δεν μπορείς να ξεγελάσεις για πολύ χωρίς να μαράνεις το είναι σου: δίψα για αγάπη και θαυμασμό. Γιατί το να μη σ' αγαπούν είναι μονάχα μια κακοτυχία, αλλά αν δεν αγαπάς εσύ είναι συμφορά. Πεθαίνουμε απ' αυτή τη συμφορά όλοι μας σήμερα. Το αίμα, το μίσος αποσαρκώνουν ακόμα και την καρδιά. Η ατέλειωτη διεκδίκηση της δικαιοσύνης εξαντλεί την αγάπη που ωστόσο της έδωσε ζωή. Μες στην οχλοβοή που ζούμε, η αγάπη είναι αδύνατη, η δικαιοσύνη δεν αρκεί. Να γιατί η Ευρώπη μισεί το φως της μέρας και δεν μπορεί παρά να αντιτάσσει την αδικία στον ίδιο της τον εαυτό. Αλλά για να εμποδίσω τη δικαιοσύνη να σκληρύνει, να γίνει όμορφος πορτοκαλής καρπός που κλείνει μέσα του μονάχα μια στεγνή και πικρή σάρκα, ανακάλυπτα για δεύτερη φορά στην Τιπαζά πως έπρεπε να φυλάξω ανέγγιχτες μέσα μου μια δροσιά, μια πηγή χαράς, ν' αγαπώ τη μέρα που γλιτώνει απ' την αδικία και να επιστρέφω στη μάχη μ' αυτό το φως που κατέκτησα. Ξανάβρισκα εδώ την αρχαία ομορφιά, έναν εφηβικό ουρανό, και αναλογιζόμουν την τύχη μου, κατανοώντας επιτέλους πως στα πιο μαύρα χρόνια της παραφροσύνης μας η ανάμνηση τούτου τ' ουρανού δε με είχε εγκαταλείψει ποτέ. Χάρη στη βοήθειά του τελικά κράτησα την ελπίδα. Ήξερα πάντα πως τα ερείπια της Τιπαζά ήταν πιο νέα από τα γιαπιά και τα χαλάσματά μας. Ο κόσμος ξανάρχιζε κάθε μέρα στην Τιπαζά μέσα σ' ένα φως καινούριο πάντα. Ω φως, κραυγή όλων των ηρώων στο αρχαίο δράμα μπροστά στο πεπρωμένο τους! Το τελευταίο τούτο καταφύγιο ήταν και δικό μας και τώρα το' ξερα. Στην καρδιά του χειμώνα, ανακάλυπτα επιτέλους πως φύλαγα μέσα μου ένα αήττητο καλοκαίρι.
(...) Το μικρό κέρμα που πήρα από δω έχει μια ευδιάκριτη όψη, ένα όμορφο γυναικείο πρόσωπο που μου επαναλαμβάνει όλα όσα έμαθα μέσα σ' αυτή τη μέρα, και μια φθαρμένη όψη που αγγίζω με τα δάχτυλά μου καθώς επιστρέφω. Τι μπορεί να πει τούτο το στόμα δίχως χείλια περισσότερο απ' αυτό που μου λέει μια άλλη μυστηριώδης φωνή μέσα μου, που μου μαθαίνει καθημερινά την άγνοια και την ευτυχία μου:
«Το μυστικό που αναζητώ τρύπωσε σε μια κοιλάδα με ελιές, κάτω απ' το χορτάρι και τις κρύες βιολέτες, ολόγυρα σ' ένα παλιό σπίτι που ευωδιάζει κληματόβεργα. Είκοσι χρόνια τώρα διέσχισα τούτη την κοιλάδα κι άλλες παρόμοιες, ρώτησα σιωπηλούς γιδοβοσκούς, χτύπησα την πόρτα στ' ακατοίκητα ερείπια. Μερικές φορές, τη στιγμή του πρώτου άστρου στο φωτεινό ακόμα ουρανό, κάτω από βροχή λεπτού φωτός, πίστεψα πως ήξερα. Κι όντως ήξερα. Ίσως ακόμα ξέρω. Κανείς όμως δε θέλει ένα τέτοιο μυστικό, ούτε κι εγώ βέβαια και δεν μπορώ να προδώσω τους δικούς μου, Ζω με την οικογένειά μου που πιστεύει πως βασιλεύει σε πλούσιες κι απαίσιες πόλεις, χτισμένες με πέτρα και ομίχλη. Μέρα και νύχτα μιλά δυνατά κι όλα λυγίζουν μπροστά σ' εκείνη που δε λυγίζει μπροστά σε τίποτα: σφραγίζει τ' αυτιά της σ' όλα τα μυστικά. Η δύναμή της όμως είναι και δική μου, έχουμε το ίδιο αίμα. Ανάπηρος κι εγώ, συνένοχος και θορυβώδης, δε φώναξα μήπως ανάμεσα στις πέτρες; Έτσι πασχίζω να ξεχάσω, περπατώ στις πόλεις μας από φωτιά και σίδερο, χαμογελώ γενναία στη νύχτα, καλώ της καταιγίδες, θα είμαι πιστός. Στην ουσία, λησμόνησα: δραστήριος και κουφός από δω και πέρα. Ίσως όμως μια μέρα, όταν θα είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε από εξάντληση και από άγνοια, θα μπορέσω ν' απαρνηθώ τους κακόγουστους τάφους μας για να πάω να ξαπλώσω στην κοιλάδα, κάτω απ' το ίδιο φως και να μάθω για τελευταία φορά αυτά που ξέρω».
(1952)
Η θάλασσα μες στα χέρια μας
Ημερολόγιο καταστρώματοςΜΕΓΑΛΩΣΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΙ Η ΦΤΩΧΕΙΑ ήταν για μένα χλιδή, ύστερα έχασα τη θάλασσα κι όλη η πολυτέλεια τότε μου φάνηκε γκριζωπή, η μιζέρια αβάσταχτη. Από τότε περιμένω. Περιμένω τα πλοία του γυρισμού, το σπίτι των νερών, τη διάφανη μέρα. Κάνω υπομονή, βάζω τα δυνατά μου να είμαι ευγενικός. Με βλέπουν να περνώ απ' όμορφους δρόμους όλο σοφία, θαυμάζω τα τοπία, χειροκροτώ όπως όλος ο κόσμος, δίνω το χέρι, κάποιος άλλος μιλά με τη φωνή μου. Με επαινούν, ονειρεύομαι λίγο, με προσβάλλουν, μόλις που αντιδρώ. Ύστερα ξεχνώ και χαμογελώ σ' εκείνον που με προσβάλλει ή χαιρετώ με υπερβολική ευγένεια τον άλλο που αγαπώ. Τι να κάνω όταν δε θυμάμαι παρά μονάχα μια εικόνα; Με προστάζουν τέλος να τους πω ποιος είμαι. «Ακόμα τίποτα, ακόμα τίποτα...»
Όσο για τις κηδείες, εκεί είναι που ξεπερνώ τον εαυτό μου. Πραγματικά διαπρέπω. Περπατώ με βήμα αργό σε προάστια όπου ανθίζουν σιδερικά, ακολουδώ φαρδιές αλέες με τσιμεντένια δέντρα που οδηγούν σε τρύπες κρύας γης. Εκεί, κάτω απ' την πληγή τ' ουρανού που μόλις αρχίζει να ματώνει, κοιτάζω τους θαρραλέους συντρόφους να θάβουν τους φίλους μου σε τρία μέτρα βάθος. Αν ρίξω το λουλούδι που μου προσφέρει ένα λασπωμένο χέρι, πετυχαίνω πάντα τον τάφο. Η ευσέβειά μου είναι μετρημένη, η συγκίνηση καθωσπρέπει, το κεφάλι σωστά σκυμμένο. Θαυμάζουν πόσο ορθά μιλώ. Όμως δεν είμαι αξιέπαινος: περιμένω.
Περιμένω πολύ. Πού και πού σκοντάφτω, χάνω την επιδεξιότητά μου, η επιτυχία μ' εγκαταλείπει. Τι σημασία έχει, είμαι μόνος τότε. Ξυπνώ έτσι μέσα στη νύχτα και μισοκοιμισμένος νομίζω πως ακούω ένα θόρυβο από κύματα, την ανάσα των νερών. Σαν ξυπνώ για τα καλά, αναγνωρίζω τον άνεμο στα φυλλώματα και το παραπονεμένο βουητό της έρημης πόλης. Ύστερα, μόνο με τα λίγα ψίχουλα της δεξιοτεχνίας μου, προσπαθώ να κρύψω την απόγνωσή μου ή να την ντύσω με το πνεύμα της εποχής.
Άλλες πάλι φορές με βοηθούν. Στη Νέα Υόρκη, κάποιες μέρες, χαμένος στο βάθος εκείνων των πηγαδιών από πέτρα και ατσάλι όπου περιπλανιούνται εκατομμύρια ψυχές, έτρεχα από το ένα στο άλλο, χωρίς να βρίσκω το τέλος τους, κατάκοπος, μέχρις ότου με στηρίξει μόνο κείνη η ανθρώπινη μάζα που έψαχνε διέξοδο. Πνιγόμουν τότε, ο πανικός μου ήταν έτοιμος να ουρλιάξει. Όμως κάθε φορά, κάποιο μακρινό κάλεσμα πλοίου ερχόταν να μου θυμίσει πως τούτη η πόλη, στέρνα ξερή, ήταν νησί και ότι στην άκρη του Μπάττερυ με περίμενε το νερό της βάφτισής μου, μαύρο και σαπισμένο, γιομάτο κούφιους φελλούς.
Έτσι, εγώ που δεν έχω τίποτα δικό μου, που χάρισα την περιουσία μου, που κατασκηνώνω κοντά σ' όλα μου τα σπίτια, είμαι παρ' όλα αυτά απόλυτα ευχαριστημένος όταν το θέλω, σαλπάρω όποτε μου κάνει κέφι, η απελπισία μ' αγνοεί. Δεν υπάρχει καμιά πατρίδα για τον απελπισμένο, κι εγώ ξέρω πως η θάλασσα προηγείται και μ' ακολουθεί, έχω μια τρέλα έτοιμη πάντα. Εκείνοι που αγαπιούνται και
ζουν χωριστά μπορεί να πονάνε, όμως αυτός ο πόνος δεν είναι απελπισία: ξέρουν πως η αγάπη υπάρχει. Να γιατί υποφέρω από την εξορία με μάτια στεγνά. Περιμένω ακόμα. Και τέλος έρχεται μια
μέρα...
(...)
Και μόνοι με τον ορίζοντα. Τα κύματα έρχονται απ' την αόρατη Ανατολή, ένα ένα, υπομονετικά. Φτάνουνε μέχρις εμάς και πάλι υπομονετικά φεύγουν προς την άγνωστη Δύση, ένα ένα. Ατέλειωτη πορεία που δεν άρχισε ούτε τελείωσε ποτέ... Ποτάμια μικρά και μεγάλα περνούν, η θάλασσα περνά και μένει. Έτσι θά 'πρεπε ν' αγαπώ, πιστά και φευγαλέα. Σμίγω με τη θάλασσα.
(...)
Μερικές νύχτες που η γλυκύτητά τους παρατείνεται, ναι, μπορούμε άφοβα να πεθάνουμε τότε, ξέροντας πως τούτες οι νύχτες θα ξανάρθουν ύστερα από μας πάνω στη γη και στη θάλασσα. Απέραντη θάλασσα, πάντα οργωμένη, πάντα παρθένα, η θρησκεία μου μαζί με τη νύχτα! Μας πλένει και μας χορταίνει στα στείρα αυλάκια της, μας ελευθερώνει και μας κρατάει ορθούς. Σε κάθε κύμα μια υπόσχεση, πάντα η ίδια. Τι λέει το κύμα; Αν θα 'πρεπε να πεθάνω περιστοιχισμένος από κρύα βουνά, αγνοημένος από τον κόσμο, δίχως την αγάπη των δικών μου, εξουθενωμένος τέλος, η θάλασσα, την ύστατη στιγμή, θα γέμιζε το κελί μου, θα 'ρχόταν να με συγκρατήσει πάνω από το είναι μου και να με βοηθήσει να πεθάνω χωρίς μίσος.
(...) Ο χώρος και η σιωπή σμίγουν και γίνονται βάρος στην καρδιά. Μια ξαφνική αγάπη, ένα μεγάλο έργο, μια αποφασιστική πράξη, μια σκέψη που μεταμορφώνει προκαλούν σε ορισμένες στιγμές την ίδια ανυπόφορη αγωνία, ανάμεικτη μ' ακαταμάχητα θέλγητρα. Γλυκιά υπαρξιακή αγωνία, εξαίσιο άγγιγμα ενός κινδύνου που δεν ξέρουμε τ' όνομά του, το ότι ζω σημαίνει άραγε πως τρέχω προς το χαμό μου; Ας τρέξουμε πάλι χωρίς ανάπαυλα προς το χαμό μας. Είχα πάντα την αίσθηση πως ζούσα στο πέλαγος, σε κίνδυνο, στην καρδιά μιας μεγαλόπρεπης ευτυχίας.
(1953)
[Απ'
ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ του
Αλμπέρ Καμύ. Εκδ. Πατάκη. Μτφ: Καρακίτσου-Ντουζέ, Κασαμπαλόγλου-Ρομπλέν]