Αρχαία εσύ, είμαι μεθυσμένος από τη φωνή
πού βγαίνει από τα στόματά σου όταν ανοίγονται
σαν πράσινες καμπάνες και ξαναρίχνονται
πίσω και τελειώνουν.
Το σπίτι των μακρινών καλοκαιριών μου,
ήταν κοντά σου, το ξέρεις,
εκεί στον τόπο που ψήνει ο ήλιος
και τα κουνούπια τον αέρα θολώνουν.
Όπως και τότε, σήμερα, στην παρουσία σου πετρώνω,
θάλασσα, αλλά άξιος πια
δεν νομίζω πως είμαι για τη σοβαρή προτροπή
της ανάσας σου. Εσύ πρώτη μου είπες πώς
η ταπεινή μαγιά
της καρδιάς μου δεν ήταν παρά μια στιγμή
της δικής σου, που μου ήταν στο βάθος
ο επικίνδυνος νόμος σου: να είμαι απέραντος και διάφορος
μαζί και σταθερός:
και ν' απαλλάσσομαι απ΄τους ρύπους
όπως εσύ που στ' ακροθάλασσα χτυπάς
μες σε φελούς και φύκια και αστερίες,
τ' ανώφελα ερείπια της αβύσσου σου.
μτφρ: Παν. Χρ. Χατζηγάκη, συλλογή: Σουπιοκόκαλα (εκδ Αστρολάβος/Ευθύνη).
Sunday, June 6, 2010
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment