Γράφουν για μένα, κι ύστερα μ’ αφήνουν
να γυρεύω τ’ απομεινάρια του ύπνου μου.
δεν είναι τόπος,
δεν είναι σύνορο στον χάρτη.
Μια σύναξη είναι ουράνιας ιερότητας.
Αν δεν είσαι, καλέ μου, βροχή, γίνε δέντρο
καρπερό, χλοερό.
Στεκόμαστε εδώ. Καθόμαστε εδώ. Πάντα εδώ.
Αιωνίως εδώ, μ’ έναν και μόνον έναν σκοπό:
να συνεχίσουμε να υπάρχουμε. Κι εκτός
από αυτό διαφέρουμε στα πάντα.
Ένα μικρό κομμάτι απέραντο γαλάζιο
φτάνει για ν’ αλαφρύνει
το βάρος των καιρών μας
Ύστερα οι μέρες μας χωρίζουν.
Δύο τα μονοπάτια:
παίρνω εγώ το άγνωστο,
κι εκείνη πάει και ζαρώνει
στην κορυφή ενός μεγάλου βράχου.
κάθε φορά που ξεφεύγεις
από την απουσία,
παγιδεύεσαι στη μοναξιά των θεών.
Καθώς σε περιμένω, δεν μπορώ να σε περιμένω.
Περίμενα μια ολόκληρη αιωνιότητα.
Μισώ τη φυλακή.
Μα δεν μισώ εσένα».
Έτσι είπε ένας φυλακισμένος
στον ανακριτή. «Δεν έχω
συναισθήματα για σένα.
Καρδιοχτυπώ μονάχα για τη νύχτα,
τη νύχτα τη δική μου,
τη νύχτα την προσωπική μου:
από κρεβάτι σε κρεβάτι,
δίχως μέτρα και ομοιοκαταληξίες
και διπλά νοήματα!»
Στα ερείπιά μου οι σκιές πρασινίζουν
κι ο λύκος κοιμάται
στη χειμέρια νάρκη του ποιήματος,
κι ονειρεύεται, όπως εγώ
κι όπως ένας φύλακας άγγελος,
πως η ζωή είναι φυσική και… χύμα.
Το χρώμα της αλήθειας τους υπαγορεύει
το κείμενο: είναι όμορφη, λευκή,
ολόλευκη, δίχως το παραμικρό ψεγάδι…
Σε κατάσταση πολιορκίας,
Ο χώρος γίνεται ένας χρόνος
Ξεχασμένος από το παρελθόν
Και το μέλλον.
Ο μάρτυρας με διδάσκει:
«Δεν υπάρχει αισθητική
πέρα από την ελευθερία».
Ο μάρτυρας με πολιορκεί:
«Μην έρθεις στην κηδεία μου
αν δεν με γνώριζες.
Χάρες δεν θέλω
ούτε απ’ ανθρώπους
ούτε από κτήνη».
Καθώς ξεψυχούσε η αυγή,
σηκώθηκα να βγω από το σώμα μου.
Σηκώνω το ποτήρι μου και πίνω στην υγειά
του φαντάσματός μου.
[σ’ έναν αναγνώστη]
Μην εμπιστεύεσαι το ποίημα.
Το γράψιμο είναι ένα μικρούλι μυρμήγκι
που δαγκώνει τον αφανισμό.
Ραμάλα
Ιανουάριος 2002
(μετάφραση Γιώργος Μπλάνας)
No comments:
Post a Comment